χτιστός: Difference between revisions

From LSJ

Ὡς χαρίεν ἔστ' ἄνθρωπος, ἂν ἄνθρωπος ᾖ → Res est homo peramoena, quum vere est homo → Wie voller Anmut ist ein Mensch, der wirklich Mensch

Menander, Monostichoi, 562
(47c)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό, Ν<br />[[κτιστός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κτιστός]], με ανομοιωτική [[τροπή]] του κλειστού -<i>κ</i>- στο διαρκές -<i>χ</i>- (<b>[[πρβλ]].</b> [[κτίζω]]: [[χτίζω]])].
|mltxt=-ή, -ό, Ν<br />[[κτιστός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κτιστός]], με ανομοιωτική [[τροπή]] του κλειστού -<i>κ</i>- στο διαρκές -<i>χ</i>- ([[πρβλ]]. [[κτίζω]]: [[χτίζω]])].
}}
}}

Latest revision as of 15:40, 23 August 2021

Greek Monolingual

-ή, -ό, Ν
κτιστός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κτιστός, με ανομοιωτική τροπή του κλειστού -κ- στο διαρκές -χ- (πρβλ. κτίζω: χτίζω)].