ψεκαστήρας: Difference between revisions

From LSJ

μὴ εἴπῃς ὠς οὐκ ἔστι Ζεύς → don't say that there is no Zeus

Source
(47c)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο, και σπάν. τ. θηλ. ψεκαστήρα, η, Ν<br /><b>1.</b> <b>(γεωπ.)</b> [[συσκευή]] χρησιμοποιούμενη στη [[γεωργία]] για τη [[διασπορά]], σε σταγονίδια, υγρών προϊόντων, λ.χ. φυτοφαρμάκων και λιπασμάτων<br /><b>2.</b> <b>τεχνολ.</b> [[συσκευή]] για την [[εκτόξευση]] βαφής<br /><b>3.</b> <b>ιατρ.</b> α) [[συσκευή]] κατάλληλη για την [[εκτόξευση]] θεραπευτικών ατμών ή νεφών<br />β) [[συσκευή]] τοπικής αναισθησίας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ψεκάζω]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>τηρ</i>(<i>ας</i>) (<b>[[πρβλ]].</b> <i>βρασ</i>-<i>τήρας</i>). Η λ., στον λόγιο τ. <i>ψεκαστήρ</i>, μαρτυρείται από το 1885 στον Αν. Κ. Δαμβέργη].
|mltxt=ο, και σπάν. τ. θηλ. ψεκαστήρα, η, Ν<br /><b>1.</b> <b>(γεωπ.)</b> [[συσκευή]] χρησιμοποιούμενη στη [[γεωργία]] για τη [[διασπορά]], σε σταγονίδια, υγρών προϊόντων, λ.χ. φυτοφαρμάκων και λιπασμάτων<br /><b>2.</b> <b>τεχνολ.</b> [[συσκευή]] για την [[εκτόξευση]] βαφής<br /><b>3.</b> <b>ιατρ.</b> α) [[συσκευή]] κατάλληλη για την [[εκτόξευση]] θεραπευτικών ατμών ή νεφών<br />β) [[συσκευή]] τοπικής αναισθησίας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ψεκάζω]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>τηρ</i>(<i>ας</i>) ([[πρβλ]]. <i>βρασ</i>-<i>τήρας</i>). Η λ., στον λόγιο τ. <i>ψεκαστήρ</i>, μαρτυρείται από το 1885 στον Αν. Κ. Δαμβέργη].
}}
}}

Revision as of 15:41, 23 August 2021

Greek Monolingual

ο, και σπάν. τ. θηλ. ψεκαστήρα, η, Ν
1. (γεωπ.) συσκευή χρησιμοποιούμενη στη γεωργία για τη διασπορά, σε σταγονίδια, υγρών προϊόντων, λ.χ. φυτοφαρμάκων και λιπασμάτων
2. τεχνολ. συσκευή για την εκτόξευση βαφής
3. ιατρ. α) συσκευή κατάλληλη για την εκτόξευση θεραπευτικών ατμών ή νεφών
β) συσκευή τοπικής αναισθησίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψεκάζω + επίθημα -τηρ(ας) (πρβλ. βρασ-τήρας). Η λ., στον λόγιο τ. ψεκαστήρ, μαρτυρείται από το 1885 στον Αν. Κ. Δαμβέργη].