γεωργία
Δρυὸς πεσούσης πᾶς ἀνὴρ ξυλεύεται → Quercu cadente, nemo ignatu abstinet → Fiel erst die Eiche, holt ein jeder Mann sich Holz
English (LSJ)
ἡ,
A tillage, τῆς Χερσονήσου Th.1.11, etc.; agriculture, farming, Pl.Smp. 187a, etc.; γεωργία ψιλή = tillage of arable land and pasture, opp. γεωργία πεφυτευμένη, tillage of vineyards and orchards, Arist.Pol.1258b17.
2 in plural, farms, tilled land, τοῖς μὲν γεωργίας ἐπὶ μισθώσεσι παραδιδόντες Isoc.7.32, cf. Pl. Lg.806d, Luc.Prom.14, etc.; rarely in sg., D.30.30.
II metaph., source of income, Lib.Or.39.12.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
I 1cultivo de la tierra, agricultura abstr. considerada junto al cuidado corporal como una τέχνη básica γυμναστικὴ καὶ γεωργία Pl.Smp.187a, ἰατρική τε καὶ γεωργία Pl.Phlb.56b, γεωργία μὲν καὶ ὅση περὶ τὸ ... σῶμα θεραπεία Pl.Sph.219a, gener. τὰ ὕδατα ὅσα ἐστὶ τῆς γεωργίας IG 12(5).872.94 (Tenos III a.C.), τὰ κατὰ γεωργίαν lo que concierne a la agricultura Philostr.Her.13.7, Gal.17(2).8, cf. LXX 2Ma.12.1, PLugd.Bat.22.12.14 (II a.C.), D.P.Au.2.3, IEphesos 4.91 (III a.C.), Artem.1.10, 4.57, Olymp.in Alc.178.20, in Grg.3.2
•concebida como imposición divina μὴ μισήσῃς ἐπίπονον ἐργασίαν καὶ γεωργίαν ὑπὸ ὑψίστου ἐκτισμένην LXX Si.7.15, λέγεται ... ἐσχηκέναι ... Δήμητρα γεωργίαν Ath.Al.Gent.18
•Γεωργία personif. de la Agricultura Ar.Fr.305
•concr. c. distintas determ. cultivo πρὸς γεωργίαν τῆς Χερσονήσου τραπόμενοι dedicando su esfuerzo a cultivar el Quersoneso Th.1.11, γεωργία ψιλή = cultivo de una tierra desnuda e.d. cultivo de una tierra sin árboles por op. γεωργία πεφυτευμένη ‘cultivo de una tierra plantada’ de huerto, Arist.Pol.1258b17, γεωργία βασιλικῆς γῆς = cultivo de una tierra estatal, BGU 648.11 (II d.C.), cf. POxy.3638.23 (III d.C.).
2 plu. terrenos cultivados τοῖς μὲν γεωργίας ἐπὶ μετρίαις μισθώσεσιν παραδιδόντες Isoc.7.32, γεωργίαι δὲ ἐκδεδομέναι δούλοις terrenos cultivados entregados a los esclavos Pl.Lg.806d, cf. Luc.Prom.14.
3 sg. colect. aperos de labranza = ἡ δὲ γεωργία ἐξεσκευάσθη μετὰ τὴν δίκην los aperos fueron llevados fuera después de la sentencia D.30.30.
II fig.
1 en lit. crist. cultivo, evangelización ἡ γεωργία δὲ διττή· ἣ μὲν γὰρ ἄγραφος, ἣ δ' ἔγγραφος Clem.Al.Strom.1.1.7
•cuidado de Dios hacia los fieles ἄτε δὴ τῆς αὐτοῦ γεωργίας ἠξιωμένων Thdt.Qu.in Ge.73.
2 fuente de ingresos ἐξεῦρε ... ὁ ἀνὴρ καὶ γεωργίαν ἑτέραν ἀδικωτέραν Lib.Or.39.12.
German (Pape)
[Seite 488] ἡ, 1) Landbau, Plat. Phil. 56 b u. öfter; auch Folgde, χώρας Epin. 975 b; Χερσονήσου Thuc. 1, 11. – 2) Landwirthschaft, Ackerland, γεωργίαι ἐκδεδομέναι δούλοις Plat. Legg. VII, 806 d; παμπληθεῖς Dem. 19, 145; ἡ γεωργία ἐξεσκευάσθη 30, 30; γεωργίας ἐργάζεσθαι Arist. H. A. 6, 37.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
1 culture de la terre, agriculture : Χερρονήσου THC action de cultiver la Chersonèse;
2 αἱ γεωργίαι terre cultivée, ferme (cf. franç. une culture).
Étymologie: γεωργός.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
γεωργία -ας, ἡ γεωργός
1. landbouw:. γεωργία ψιλή akkerbouw Aristot. Pol. 1258b17.
2. landbouwgrond, boerderij:. γεωργίαι... ἐκδεδομέναι δούλοις de landbouwgronden die zijn uitbesteed aan slaven Plat. Lg. 806d.
Russian (Dvoretsky)
γεωργία: ἡ
1 обработка земли, земледелие Plat., Arst., Plut.;
2 с.-х. обработка, возделывание (Χερρονήσου Thuc.; χώρας Plat.): γεωργία πεφυτευμένη Arst. садоводство; γεωργία ψιλή Arst. полеводство;
3 преимущ. pl. пахотная земля, пашня, поле Isocr., Plat., Arst., Dem., Luc.
Greek Monolingual
η (AM γεωργία) γεωργός
1. η καλλιέργεια, η περιποίηση της γης για συστηματική παραγωγή φυτικών προϊόντων
2. (γενικά) το σύνολο τών αγροτικών, γεωργικών ασχολιών, η συντήρηση και η εκμετάλλευση τών κτημάτων
νεοελλ.
η επιστήμη που μελετά τις γενικές συνθήκες της γεωργικής παραγωγής και τα επί μέρους φυτά που καλλιεργούνται
μσν.
πληθ. αἱ γεωργίαι
τα γεωργικά προϊόντα
αρχ.
στον πληθ. αἱ γεωργίαι
καλλιεργημένη γη, κτήμα, αγρός.
Greek Monotonic
γεωργία: ἡ,
I. καλλιέργεια της γης, γεωργία, αγροτικές εργασίες, σε Θουκ., Πλάτ.
2. στον πληθ., αγροκτήματα, οργωμένη γη, στους ίδ.
Greek (Liddell-Scott)
γεωργία: ἡ, ἡ καλλιεργία, ἡ τῆς γῆς περιποίησις, γῆς, χώρας, Θουκ. 1. 11, Πλάτ. Σοφ. 219Α, κτλ.· τὸ διατηρεῖν ἀγροτικὸν κτῆμα, ὁ αὐτ. Συμπ.186Ε, κτλ.· γεωργία ψιλή, ἡ καλλιεργία ἀροσίμου γῆς καὶ βοσκῆς κατ᾿ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ πεφυτευμένη, ἐπὶ ἀμπελώνων καὶ μηλώνων, Ἀριστ. Πολ. 1. 11, 2. 2) κατὰ πληθ., ἀγροτικὰ κτήματα, «χωράφια», κεκαλλιεργημένη γῆ, τοῖς μὲν γεωργίας ἐπὶ μισθώσεσι παραδιδόντες Ἰσοκρ. 146Α, πρβλ. Πλάτ. Νόμ. 806D, κτλ.· ἡ ἔννοια σπανία ἐν τῷ ἑνικῷ, Δημ. 872. 1.
Middle Liddell
[from γεωργέω
1. tillage, agriculture, farming, Thuc., Plat.
2. in plural farms, tilled land, Plat.