ἀτταταί: Difference between revisions
From LSJ
Εἰ μὴ φυλάσσεις μίκρ', ἀπολεῖς τὰ μείζονα → Maiora perdes, minima ni servaveris → Wer Kleines nicht erhält, verliert das Größre auch
(6) |
|||
Line 3: | Line 3: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ἀτταταῑ και ἀτταταταῑ (Α)<br />[[επιφώνημα]] πόνου, θλίψης ή στενοχώριας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ονοματοποιημένη λ. που εκφράζει [[άλγος]] ( | |mltxt=ἀτταταῑ και ἀτταταταῑ (Α)<br />[[επιφώνημα]] πόνου, θλίψης ή στενοχώριας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ονοματοποιημένη λ. που εκφράζει [[άλγος]] ([[πρβλ]]. <i>απαππαιπαί</i>, [[ιατταταί]] <b>κ.ά.</b>)]. | ||
}} | }} |
Revision as of 15:55, 23 August 2021
German (Pape)
[Seite 390] od. nach den alten Gramm., z. B. Arcad. p. 283, ἀτταταῖ, ein Wehruf, Soph. Phil. 733; Ar. th. 223, wo ἀτταταὶ ἀτατταταί neben einander; – ein Jubelruf, Ach. 1160.
Greek Monolingual
ἀτταταῑ και ἀτταταταῑ (Α)
επιφώνημα πόνου, θλίψης ή στενοχώριας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ονοματοποιημένη λ. που εκφράζει άλγος (πρβλ. απαππαιπαί, ιατταταί κ.ά.)].