μητρομανής: Difference between revisions

From LSJ

φελένη καὶ φάναξ καὶ φοῖκος καὶ φαήρ → Ἑλένη καὶ ἄναξ καὶ οἶκος καὶ ἀήρ | Helen, lord, house, and air

Source
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\...)
Tags: Mobile edit Mobile web edit
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ές<br />(για [[γυναίκα]]) αυτή που πάσχει από [[μητρομανία]], [[νυμφομανής]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> αρχ. [[μητρομανία]], [[κατά]] τα σύνθ. σε -<i>μανής</i> ([[πρβλ]]. <i>ερωτο</i>-<i>μανής</i>, <i>μυθο</i>-<i>μανής</i>, <i>πυρο</i>-<i>μανής</i>). Η λ. μαρτυρείται από το 1871 στο <i>Λεξικόν Ελληνογαλλικόν</i> του Άγγ. Βλάχου].
|mltxt=-ές<br />(για [[γυναίκα]]) αυτή που πάσχει από [[μητρομανία]], [[νυμφομανής]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> αρχ. [[μητρομανία]], [[κατά]] τα σύνθ. σε -<i>μανής</i> ([[πρβλ]]. [[ερωτομανής]], [[μυθομανής]], [[πυρομανής]]). Η λ. μαρτυρείται από το 1871 στο <i>Λεξικόν Ελληνογαλλικόν</i> του Άγγ. Βλάχου].
}}
}}

Latest revision as of 17:29, 23 August 2021

Greek Monolingual

-ές
(για γυναίκα) αυτή που πάσχει από μητρομανία, νυμφομανής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. μητρομανία, κατά τα σύνθ. σε -μανής (πρβλ. ερωτομανής, μυθομανής, πυρομανής). Η λ. μαρτυρείται από το 1871 στο Λεξικόν Ελληνογαλλικόν του Άγγ. Βλάχου].