μυθομανής

From LSJ

Χθὼν πάντα κομίζει καὶ πάλιν κομίζεται → Nam terra donat ac resorbet omnia → Die Erde alles bringt, sich wieder alles nimmt

Menander, Monostichoi, 539

Greek Monolingual

-ές
αυτός που πάσχει από μυθομανία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μύθος + -μανής (< μαίνομαι), πρβλ. κλεπτομανής].