ηδύχρους: Difference between revisions
From LSJ
Οὐκ ἔστι σιγᾶν αἰσχρόν, ἀλλ' εἰκῆ λαλεῖν → Silere non est turpe, sed frustra loqui → nicht Schweigen schändet, sondern Schwätzen auf gut Glück
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10") |
|||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ἡδύχρους, -ουν και -οος, -οον (AM)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει [[γλυκό]], ευχάριστο [[χρώμα]] («ἡδύχροα πρόσωπα»)<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τo ἡδύχρουν</i><br />το ηδύπνουν, [[αρνί]] που τρέφεται [[ακόμη]] με το μητρικό [[γάλα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το ηδύχρουν</i><br />[[γένος]] εντόμων της οικογένειας τών χρυσιδιδών<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>συνεκδ.</b> [[εύοσμος]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τo ἡδύχρουν</i><br />[[είδος]] μυρωδικού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ηδυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>χρους</i> (<span style="color: red;"><</span> -<i>χροος</i> <span style="color: red;"><</span> <i>χρως</i> «[[χρώμα]]»), [[πρβλ]]. | |mltxt=ἡδύχρους, -ουν και -οος, -οον (AM)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει [[γλυκό]], ευχάριστο [[χρώμα]] («ἡδύχροα πρόσωπα»)<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τo ἡδύχρουν</i><br />το ηδύπνουν, [[αρνί]] που τρέφεται [[ακόμη]] με το μητρικό [[γάλα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το ηδύχρουν</i><br />[[γένος]] εντόμων της οικογένειας τών χρυσιδιδών<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>συνεκδ.</b> [[εύοσμος]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τo ἡδύχρουν</i><br />[[είδος]] μυρωδικού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ηδυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>χρους</i> (<span style="color: red;"><</span> -<i>χροος</i> <span style="color: red;"><</span> <i>χρως</i> «[[χρώμα]]»), [[πρβλ]]. [[άχρους]], [[μελανόχρους]]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 17:45, 23 August 2021
Greek Monolingual
ἡδύχρους, -ουν και -οος, -οον (AM)
1. αυτός που έχει γλυκό, ευχάριστο χρώμα («ἡδύχροα πρόσωπα»)
2. το ουδ. ως ουσ. τo ἡδύχρουν
το ηδύπνουν, αρνί που τρέφεται ακόμη με το μητρικό γάλα
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. το ηδύχρουν
γένος εντόμων της οικογένειας τών χρυσιδιδών
αρχ.
1. συνεκδ. εύοσμος
2. το ουδ. ως ουσ. τo ἡδύχρουν
είδος μυρωδικού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ηδυ- + -χρους (< -χροος < χρως «χρώμα»), πρβλ. άχρους, μελανόχρους].