ημίπλαστος: Difference between revisions
From LSJ
μή μοι θεοὺς καλοῦσα βουλεύου κακῶς· πειθαρχία γάρ ἐστι τῆς εὐπραξίας μήτηρ, γυνὴ Σωτῆρος· ὦδ᾽ ἔχει λόγος → When you invoke the gods, do not be ill-advised. For Obedience is the mother of Success, wife of Salvation—as the saying goes.
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10") |
|||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἡμίπλαστος]], -ον (Α)<br />αυτός που έχει πλαστεί [[κατά]] το ήμισυ, ατελώς πλασμένος, μισοπλασμένος, μισοσχηματισμένος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ημι</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>πλαστος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[πλάσσω]]), [[πρβλ]]. | |mltxt=[[ἡμίπλαστος]], -ον (Α)<br />αυτός που έχει πλαστεί [[κατά]] το ήμισυ, ατελώς πλασμένος, μισοπλασμένος, μισοσχηματισμένος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ημι</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>πλαστος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[πλάσσω]]), [[πρβλ]]. [[εύπλαστος]], [[πρωτόπλαστος]]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 17:50, 23 August 2021
Greek Monolingual
ἡμίπλαστος, -ον (Α)
αυτός που έχει πλαστεί κατά το ήμισυ, ατελώς πλασμένος, μισοπλασμένος, μισοσχηματισμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ημι- + -πλαστος (< πλάσσω), πρβλ. εύπλαστος, πρωτόπλαστος].