ημίπλαστος

From LSJ
Cicero, Tusculanarum Disputationum, I.45.109

Greek Monolingual

ἡμίπλαστος, -ον (Α)
αυτός που έχει πλαστεί κατά το ήμισυ, ατελώς πλασμένος, μισοπλασμένος, μισοσχηματισμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ημι- + -πλαστος (< πλάσσω), πρβλ. εύπλαστος, πρωτόπλαστος].