θεοσκεπής: Difference between revisions

From LSJ

καὶ οὐκ ἔστιν πᾶν πρόσφατον ὑπὸ τὸν ἥλιον → and there's nothing new under the sun (Eccl. 1:9 LXX)

Source
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ές (Μ [[θεοσκεπής]], -ές)<br />αυτός που βρίσκεται [[κάτω]] από την [[προστασία]] του θεού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>θεο</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>σκεπής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[σκέπας]]), [[πρβλ]]. <i>ανεμο</i>-<i>σκεπής</i>, <i>α</i>-<i>σκεπής</i>].
|mltxt=-ές (Μ [[θεοσκεπής]], -ές)<br />αυτός που βρίσκεται [[κάτω]] από την [[προστασία]] του θεού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>θεο</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>σκεπής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[σκέπας]]), [[πρβλ]]. [[ανεμοσκεπής]], [[ασκεπής]]].
}}
}}

Latest revision as of 17:55, 23 August 2021

Greek Monolingual

-ές (Μ θεοσκεπής, -ές)
αυτός που βρίσκεται κάτω από την προστασία του θεού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θεο- + -σκεπής (< σκέπας), πρβλ. ανεμοσκεπής, ασκεπής].