κάφτρα: Difference between revisions

From LSJ

Περὶ τοῦ ἐπέκεινα τοῦ νοῦ κατὰ μὲν νόησιν πολλὰ λέγεται, θεωρεῖται δὲ ἀνοησίᾳ κρείττονι νοήσεως → On the subject of that which is beyond intellect, many statements are made on the basis of intellection, but it may be immediately cognised only by means of a non-intellection superior to intellection

Porphyry, Sententiae, 25
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=και [[καύτρα]], η<br /><b>1.</b> η αναμμένη [[άκρη]] του τσιγάρου<br /><b>2.</b> η απανθρακωμένη [[άκρη]] του φιτιλιού<br /><b>3.</b> [[στάχτη]] που δεν [[είναι]] [[τελείως]] σβησμένη.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κάφ</i>- ([[πρβλ]]. [[κάφτω]]) <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>τρα</i> ([[πρβλ]]. <i>άφ</i>-<i>τρα</i>, <i>κόφ</i>-<i>τρα</i>). Ο τ. [[καύτρα]] <span style="color: red;"><</span> θ. <i>καυ</i>- ([[πρβλ]]. <i>καύ</i>-<i>σω</i>, μέλλ. του [[καίω]]) <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>τρα</i>].
|mltxt=και [[καύτρα]], η<br /><b>1.</b> η αναμμένη [[άκρη]] του τσιγάρου<br /><b>2.</b> η απανθρακωμένη [[άκρη]] του φιτιλιού<br /><b>3.</b> [[στάχτη]] που δεν [[είναι]] [[τελείως]] σβησμένη.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κάφ</i>- ([[πρβλ]]. [[κάφτω]]) <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>τρα</i> ([[πρβλ]]. [[άφτρα]], [[κόφτρα]]). Ο τ. [[καύτρα]] <span style="color: red;"><</span> θ. <i>καυ</i>- ([[πρβλ]]. <i>καύ</i>-<i>σω</i>, μέλλ. του [[καίω]]) <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>τρα</i>].
}}
}}

Latest revision as of 18:05, 23 August 2021

Greek Monolingual

και καύτρα, η
1. η αναμμένη άκρη του τσιγάρου
2. η απανθρακωμένη άκρη του φιτιλιού
3. στάχτη που δεν είναι τελείως σβησμένη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κάφ- (πρβλ. κάφτω) + κατάλ. -τρα (πρβλ. άφτρα, κόφτρα). Ο τ. καύτρα < θ. καυ- (πρβλ. καύ-σω, μέλλ. του καίω) + κατάλ. -τρα].