κηφηναρειό: Difference between revisions

From LSJ

ἑὰν δὲ προσποιούμενος ᾗ τὰ μαθήματά πως ἀπείρως προβάλλων, οὐκ ἔστιν αἰτίας ἔξω → But should one profess knowledge as he puts forward something in an inexperienced way, he is not without blame (Pappus 3.1.30.31f.)

Source
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=το<br /><b>1.</b> [[σύνολο]] οκνηρών και παράσιτων ανθρώπων<br /><b>2.</b> ο [[τόπος]] στον οποίο ζουν οκνηρά άτομα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κηφήνας]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>αρειό</i> ([[πρβλ]]. <i>γυφτ</i>-<i>αρειό</i>, <i>τεμπελ</i>-<i>αρειό</i>)].
|mltxt=το<br /><b>1.</b> [[σύνολο]] οκνηρών και παράσιτων ανθρώπων<br /><b>2.</b> ο [[τόπος]] στον οποίο ζουν οκνηρά άτομα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κηφήνας]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>αρειό</i> ([[πρβλ]]. [[γυφταρειό]], [[τεμπελαρειό]])].
}}
}}

Latest revision as of 18:25, 23 August 2021

Greek Monolingual

το
1. σύνολο οκνηρών και παράσιτων ανθρώπων
2. ο τόπος στον οποίο ζουν οκνηρά άτομα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κηφήνας + κατάλ. -αρειό (πρβλ. γυφταρειό, τεμπελαρειό)].