κοχλογέννητος: Difference between revisions
From LSJ
Ἢ μὴ γάμει τὸ σύνολον ἢ γαμῶν κράτει → Aut caelebs vive aut dominus uxori tuae → Bleib ledig oder herrsche über deine Frau
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10") |
|||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[κοχλογέννητος]], -ον (Α)<br />αυτός που έχει γεννηθεί από όστρακο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κόχλος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>γεννητος</i> <span style="color: red;"><</span> [[γεννητός]] <span style="color: red;"><</span> [[γεννώ]]), [[πρβλ]]. | |mltxt=[[κοχλογέννητος]], -ον (Α)<br />αυτός που έχει γεννηθεί από όστρακο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κόχλος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>γεννητος</i> <span style="color: red;"><</span> [[γεννητός]] <span style="color: red;"><</span> [[γεννώ]]), [[πρβλ]]. [[ηλιογέννητος]], [[πορφυρογέννητος]]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 18:45, 23 August 2021
Greek Monolingual
κοχλογέννητος, -ον (Α)
αυτός που έχει γεννηθεί από όστρακο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κόχλος + -γεννητος < γεννητός < γεννώ), πρβλ. ηλιογέννητος, πορφυρογέννητος].