λοξόδρομος: Difference between revisions

From LSJ

νῦν εὐπλόηκα, ὅτε νεναυάγηκα → I made a prosperous voyage when I suffered shipwreck

Source
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο<br /> αυτός που έχει λοξή [[κατεύθυνση]].<br /> [<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λοξός]] <span style="color: red;">+</span> [[δρόμος]] ([[πρβλ]]. <i>μονό</i>-<i>δρομος</i>, <i>στενό</i>-<i>δρομος</i>].
|mltxt=-η, -ο<br /> αυτός που έχει λοξή [[κατεύθυνση]].<br /> [<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λοξός]] <span style="color: red;">+</span> [[δρόμος]] ([[πρβλ]]. [[μονόδρομος]], [[στενόδρομος]]].
}}
}}

Latest revision as of 18:55, 23 August 2021

Greek Monolingual

-η, -ο
αυτός που έχει λοξή κατεύθυνση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λοξός + δρόμος (πρβλ. μονόδρομος, στενόδρομος].