θαμποκοπώ: Difference between revisions

From LSJ

οἱ ὧδε χέζοντες εἰς ὥρας μὴ ἔλθοιεν → a curse on those who relieve themselves here, a curse on those who shit here

Source
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\]), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-άω<br /><b>1.</b> [[είμαι]] [[θαμπός]], [[θολός]]<br /><b>2.</b> (για το φως της ημέρας και τις φωτιζόμενες εκτάσεις) [[είμαι]] [[σκιερός]], δεν [[φαίνομαι]] [[καθαρά]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[θαμπός]] <span style="color: red;">+</span> -[[κοπώ]] ([[πρβλ]]. <i>βρομο</i>-[[κοπώ]], <i>γλεντο</i>-[[κοπώ]]].
|mltxt=-άω<br /><b>1.</b> [[είμαι]] [[θαμπός]], [[θολός]]<br /><b>2.</b> (για το φως της ημέρας και τις φωτιζόμενες εκτάσεις) [[είμαι]] [[σκιερός]], δεν [[φαίνομαι]] [[καθαρά]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[θαμπός]] <span style="color: red;">+</span> -[[κοπώ]] ([[πρβλ]]. [[βρομοκοπώ]], [[γλεντοκοπώ]]].
}}
}}

Latest revision as of 07:35, 24 August 2021

Greek Monolingual

-άω
1. είμαι θαμπός, θολός
2. (για το φως της ημέρας και τις φωτιζόμενες εκτάσεις) είμαι σκιερός, δεν φαίνομαι καθαρά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θαμπός + -κοπώ (πρβλ. βρομοκοπώ, γλεντοκοπώ].