θαμποκοπώ
From LSJ
Μισθὸς διδάσκει γράμματ', οὐ διδάσκαλος → Pretium docet te, non praeceptor, litteras → Der Lehrer lehrt das Lesen nicht, es ist der Lohn
Μισθὸς διδάσκει γράμματ', οὐ διδάσκαλος → Pretium docet te, non praeceptor, litteras → Der Lehrer lehrt das Lesen nicht, es ist der Lohn
-άω
1. είμαι θαμπός, θολός
2. (για το φως της ημέρας και τις φωτιζόμενες εκτάσεις) είμαι σκιερός, δεν φαίνομαι καθαρά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θαμπός + -κοπώ (πρβλ. βρομοκοπώ, γλεντοκοπώ].