κραμβοκέφαλος: Difference between revisions
From LSJ
τὸ θέλημά σου τὸ ἀγαθὸν καὶ τέλειον, πάτερ → your good and perfect will, Father
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\]), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])" to "πρβλ. $3$5, $8$10") |
|||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[κραμβοκέφαλος]], -ον (Α)<br />αυτός που το [[κεφάλι]] του μοιάζει με [[κράμβη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κράμβη]] <span style="color: red;">+</span> -[[κέφαλος]] (<span style="color: red;"><</span> [[κεφαλή]]), [[πρβλ]]. | |mltxt=[[κραμβοκέφαλος]], -ον (Α)<br />αυτός που το [[κεφάλι]] του μοιάζει με [[κράμβη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κράμβη]] <span style="color: red;">+</span> -[[κέφαλος]] (<span style="color: red;"><</span> [[κεφαλή]]), [[πρβλ]]. [[κριοκέφαλος]], [[ριζοκέφαλος]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 07:45, 24 August 2021
Greek Monolingual
κραμβοκέφαλος, -ον (Α)
αυτός που το κεφάλι του μοιάζει με κράμβη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κράμβη + -κέφαλος (< κεφαλή), πρβλ. κριοκέφαλος, ριζοκέφαλος.