ριζοκέφαλος

From LSJ

Ἀλλ' ὑπ' ἐλπίδων ἄνδρας τὸ κέρδος πολλάκις διώλεσεν → But the profit-motive has destroyed many people in their hope for gain

Sophocles, Antigone, 221-2

Greek Monolingual

-ον, Α
(για φυτό) αυτός που βγάζει άνθη ή καρπούς αμέσως από τη ρίζα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ῥίζα + κεφαλή.