κιονοστάτης: Difference between revisions
From LSJ
Ὥς ἐστ' ἄπιστος (ἄπιστον) ἡ γυναικεία φύσις → Muliebris o quam sexus est infida res → Wie unverlässlich ist die weibliche Natur
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\]), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])" to "πρβλ. $3$5, $8$10") |
|||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο<br />[[κιονόβαθρο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κίων]] <span style="color: red;">+</span> -[[στάτης]] <span style="color: red;"><</span> θ. <i>στα</i>- ([[πρβλ]]. <i>ἐ</i>-<i>στά</i>-<i>θην</i>, παθ. αόρ. του [[ἵστημι]]), [[πρβλ]]. | |mltxt=ο<br />[[κιονόβαθρο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κίων]] <span style="color: red;">+</span> -[[στάτης]] <span style="color: red;"><</span> θ. <i>στα</i>- ([[πρβλ]]. <i>ἐ</i>-<i>στά</i>-<i>θην</i>, παθ. αόρ. του [[ἵστημι]]), [[πρβλ]]. [[υδροστάτης]], [[φανοστάτης]]. Η λ. μαρτυρείται από το 1895 στο <i>Λεξικόν στρατιωτικών όρων</i> του Αντώνιου Ηπίτη]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 07:48, 24 August 2021
Greek Monolingual
ο
κιονόβαθρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κίων + -στάτης < θ. στα- (πρβλ. ἐ-στά-θην, παθ. αόρ. του ἵστημι), πρβλ. υδροστάτης, φανοστάτης. Η λ. μαρτυρείται από το 1895 στο Λεξικόν στρατιωτικών όρων του Αντώνιου Ηπίτη].