ομφαλοτόμος: Difference between revisions
From LSJ
Βουλῆς γὰρ ὀρθῆς οὐδὲν ἀσφαλέστερον → Nam tutior res nulla consilio bono → Denn nichts führt weniger irre als ein guter Rat
m (Text replacement - "<i>ἡ [[" to "ἡ [[") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])\." to "πρβλ. $2$4.") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ο (ΑΜ [[ὀμφαλητόμος]], -ον, Α και [[ὀμφαλοτόμος]], -ον)<br /><b>νεοελλ.</b><br />(το αρσ. και το ουδ. ως ουσ.) ο [[ομφαλοτόμος]], <i>το ομφαλοτόμο</i><br />χειρουργικό [[εργαλείο]] για [[αποκοπή]] του ομφάλιου λώρου<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />αυτός που κόβει τον ομφάλιο λώρο<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το θηλ. ως ουσ.</b> ἡ [[ὀμφαλητόμος]]<br />(ιων. λ.) [[μαία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὀμφαλός]] <span style="color: red;">+</span> -[[τόμος]] (<span style="color: red;"><</span> [[τόμος]] <span style="color: red;"><</span> [[τέμνω]]), | |mltxt=-ο (ΑΜ [[ὀμφαλητόμος]], -ον, Α και [[ὀμφαλοτόμος]], -ον)<br /><b>νεοελλ.</b><br />(το αρσ. και το ουδ. ως ουσ.) ο [[ομφαλοτόμος]], <i>το ομφαλοτόμο</i><br />χειρουργικό [[εργαλείο]] για [[αποκοπή]] του ομφάλιου λώρου<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />αυτός που κόβει τον ομφάλιο λώρο<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το θηλ. ως ουσ.</b> ἡ [[ὀμφαλητόμος]]<br />(ιων. λ.) [[μαία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὀμφαλός]] <span style="color: red;">+</span> -[[τόμος]] (<span style="color: red;"><</span> [[τόμος]] <span style="color: red;"><</span> [[τέμνω]]), [[πρβλ]]. [[λαιμοτόμος]]. Το -<i>η</i>- του τ. <i>όμφαλητόμος</i> για μετρικούς λόγους]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 13:14, 25 August 2021
Greek Monolingual
-ο (ΑΜ ὀμφαλητόμος, -ον, Α και ὀμφαλοτόμος, -ον)
νεοελλ.
(το αρσ. και το ουδ. ως ουσ.) ο ομφαλοτόμος, το ομφαλοτόμο
χειρουργικό εργαλείο για αποκοπή του ομφάλιου λώρου
μσν.-αρχ.
αυτός που κόβει τον ομφάλιο λώρο
αρχ.
το θηλ. ως ουσ. ἡ ὀμφαλητόμος
(ιων. λ.) μαία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀμφαλός + -τόμος (< τόμος < τέμνω), πρβλ. λαιμοτόμος. Το -η- του τ. όμφαλητόμος για μετρικούς λόγους].