οικοδέκτωρ: Difference between revisions

From LSJ

διὰ νήσων τὸν πλόον ἐποιεῦντο → they kept sailing through the islands

Source
(28)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])\." to "πρβλ. $2$4.")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[οἰκοδέκτωρ]], -ορος, ὁ (Α)<br />[[πλανήτης]] στην [[επικράτεια]] του οποίου βρίσκεται [[άλλος]] [[πλανήτης]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[οἶκος]] <span style="color: red;">+</span> [[δέκτωρ]] (<span style="color: red;"><</span> [[δέχομαι]]), <b>πρβλ.</b> <i>θεο</i>-[[δέκτωρ]].
|mltxt=[[οἰκοδέκτωρ]], -ορος, ὁ (Α)<br />[[πλανήτης]] στην [[επικράτεια]] του οποίου βρίσκεται [[άλλος]] [[πλανήτης]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[οἶκος]] <span style="color: red;">+</span> [[δέκτωρ]] (<span style="color: red;"><</span> [[δέχομαι]]), [[πρβλ]]. [[θεοδέκτωρ]].
}}
}}

Latest revision as of 13:15, 25 August 2021

Greek Monolingual

οἰκοδέκτωρ, -ορος, ὁ (Α)
πλανήτης στην επικράτεια του οποίου βρίσκεται άλλος πλανήτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οἶκος + δέκτωρ (< δέχομαι), πρβλ. θεοδέκτωρ.