οἰκοδέκτωρ

From LSJ

Ὅρκον δὲ φεῦγε καὶ δικαίως κἀδίκως (κἂν δικαίως ὀμνύῃς) → Iurare fugias, vere, falso, haud interest → Zu schwören meide, gleich ob richtig oder falsch

Menander, Monostichoi, 441
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: οἰκοδέκτωρ Medium diacritics: οἰκοδέκτωρ Low diacritics: οικοδέκτωρ Capitals: ΟΙΚΟΔΕΚΤΩΡ
Transliteration A: oikodéktōr Transliteration B: oikodektōr Transliteration C: oikodektor Beta Code: oi)kode/ktwr

English (LSJ)

-ορος, ὁ, Astrol., a planet in whose domicile another planet happens to be, Vett.Val.186.15, Paul.Al.F.2, Rhetor. in Cat.Cod.Astr.8(4).206, PMich. in Class.Phil.22.13.

Greek (Liddell-Scott)

οἰκοδέκτωρ: -ορος, ὁ, λέξις ἀστρολογική, σημαίνουσα οἰκοδεσπότην, μνημονεύεται ἐκ τοῦ Παύλ. Ἀλεξανδρ., πρβλ. οἰκοδέγμων.

Greek Monolingual

οἰκοδέκτωρ, -ορος, ὁ (Α)
πλανήτης στην επικράτεια του οποίου βρίσκεται άλλος πλανήτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οἶκος + δέκτωρ (< δέχομαι), πρβλ. θεοδέκτωρ.

German (Pape)

ορος, ὁ, = οἰκοδέγμων, astrologischer Ausdruck, = οἰκοδεσπότης.