κερήθρα: Difference between revisions

From LSJ

Δίκαιος ἐὰν ᾖς, πανταχοῦ τῷ τρόπῳ χρήσῃ νόμῳ († λαληθήσῃ) → Si iustus es pro lege tibi mores erunt → Bist du gerecht, ist dein Charakter dir Gesetz (wirst du in aller Munde sein)

Menander, Monostichoi, 135
(20)
 
mNo edit summary
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=η<br /><b>βλ.</b> [[κηρήθρα]].
|mltxt=[[κηρήθρα]] και [[κερήθρα]], η<br />ο χωρισμένος σε [[πολλά]] μικρά εξάγωνα κελλιά [[πλακούντας]] τον οποίο παρασκευάζουν οι μέλισσες από [[κερί]] και στον οποίο εναποθέτουν το [[μέλι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κηρός]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ήθρα</i> ([[πρβλ]]. [[αρμυρήθρα]], [[δακτυλήθρα]])].
}}
}}

Revision as of 18:51, 1 January 2022

Greek Monolingual

κηρήθρα και κερήθρα, η
ο χωρισμένος σε πολλά μικρά εξάγωνα κελλιά πλακούντας τον οποίο παρασκευάζουν οι μέλισσες από κερί και στον οποίο εναποθέτουν το μέλι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κηρός + κατάλ. -ήθρα (πρβλ. αρμυρήθρα, δακτυλήθρα)].