δυσπνοϊκός: Difference between revisions
From LSJ
Ἔνεισι καὶ γυναιξὶ σώφρονες τρόποι → Insunt modesti mores etiam mulieri → Auch Frauen haben in sich weise Lebensart
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (Text replacement - " ," to ",") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''δυσπνοϊκός''': -ή, -όν, ὁ ἔχων ὀλίγην ἀναπνοήν, ὑπὸ δυσπνοίας πάσχων , Ἱππατρ. | |lstext='''δυσπνοϊκός''': -ή, -όν, ὁ ἔχων ὀλίγην ἀναπνοήν, ὑπὸ δυσπνοίας πάσχων, Ἱππατρ. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ή, -ό (Α [[δυσπνοϊκός]], -ή, -όν)<br />αυτός που πάσχει από [[δύσπνοια]], ο [[ασθματικός]]. | |mltxt=-ή, -ό (Α [[δυσπνοϊκός]], -ή, -όν)<br />αυτός που πάσχει από [[δύσπνοια]], ο [[ασθματικός]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 09:55, 9 January 2022
English (LSJ)
ή, όν, A short of breath, Dsc.4.134 (v.l.), Asclep. ap. Gal.13.108, Hippiatr.27.
German (Pape)
[Seite 687] schwer athmend, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
δυσπνοϊκός: -ή, -όν, ὁ ἔχων ὀλίγην ἀναπνοήν, ὑπὸ δυσπνοίας πάσχων, Ἱππατρ.
Greek Monolingual
-ή, -ό (Α δυσπνοϊκός, -ή, -όν)
αυτός που πάσχει από δύσπνοια, ο ασθματικός.