καυσώ: Difference between revisions

From LSJ

ἐν πίθῳ τὴν κεραμείαν μανθάνειν → in breaking many pots, the potter learns his craft | of those who undertake the most difficult tasks without learning the elements of the art | don't run before you can walk

Source
m (Text replacement - "στοιχεῑ" to "στοιχεῖ")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
mNo edit summary
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=καυσῶ, -όω (Α)<br />[[καύσος]]<br /><b>1.</b> [[θερμαίνω]]<br /><b>2.</b> <b>παθ.</b> <i>καυσοῦμαι</i>, -<i>όομαι</i><br />α) καίγομαι με πολύ [[μεγάλη]] [[θερμότητα]] («στοιχεῖα δὲ καυσούμενα λυθήσονται», ΚΔ)<br />β) [[υποφέρω]] από τον διαλείποντα πυρετό καύσο.
|mltxt=[[καυσῶ]], [[καυσόω]] (Α)<br />[[καύσος]]<br /><b>1.</b> [[θερμαίνω]]<br /><b>2.</b> <b>παθ.</b> [[καυσοῦμαι]], [[καυσόομαι]]<br />α) καίγομαι με πολύ [[μεγάλη]] [[θερμότητα]] («στοιχεῖα δὲ καυσούμενα λυθήσονται», ΚΔ)<br />β) [[υποφέρω]] από τον διαλείποντα πυρετό καύσο.
}}
}}

Latest revision as of 20:06, 29 January 2022

Greek Monolingual

καυσῶ, καυσόω (Α)
καύσος
1. θερμαίνω
2. παθ. καυσοῦμαι, καυσόομαι
α) καίγομαι με πολύ μεγάλη θερμότητα («στοιχεῖα δὲ καυσούμενα λυθήσονται», ΚΔ)
β) υποφέρω από τον διαλείποντα πυρετό καύσο.