ισοκρατής: Difference between revisions
From LSJ
Ψυχῆς ἐπιμέλου τῆς σεαυτοῦ καθὰ δύνῃ → Animae tuae tu curam gere pro viribus → Um deine Seele mühe dich mit aller Kraft
m (Text replacement - "τοῑσι" to "τοῖσι") |
|||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἰσοκρατής]], -ές (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει ίση ισχύ ή [[δύναμη]] με κάποιον [[άλλο]]<br /><b>2.</b> αυτός που έχει ίσα δικαιώματα με τους άλλους («ἰσοκρατέες... αἱ γυναῑκες | |mltxt=[[ἰσοκρατής]], -ές (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει ίση ισχύ ή [[δύναμη]] με κάποιον [[άλλο]]<br /><b>2.</b> αυτός που έχει ίσα δικαιώματα με τους άλλους («ἰσοκρατέες... αἱ γυναῑκες τοῖσι ἀνδράσι», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>3.</b> [[ίσος]] («ἡ [[ἰσημερία]] ἐστὶ χειμὼν καὶ [[θέρος]] [[ἰσοκρατής]]», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>4.</b> (για οίνο) αναμεμιγμένος [[κατά]] ίσα μέρη («ἐκ τῆς ἀμφοῑν ἰσοκρατοῦς μίξεως», <b>Γαλ.</b>). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ἰσοκρατῶς</i> (Α)<br />[[κατά]] ισοκρατή τρόπο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἰσ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>κρατής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[κράτος]]), [[πρβλ]]. [[μεγαλοκρατής]], [[πολυκρατής]]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 22:10, 24 May 2022
Greek Monolingual
ἰσοκρατής, -ές (Α)
1. αυτός που έχει ίση ισχύ ή δύναμη με κάποιον άλλο
2. αυτός που έχει ίσα δικαιώματα με τους άλλους («ἰσοκρατέες... αἱ γυναῑκες τοῖσι ἀνδράσι», Ηρόδ.)
3. ίσος («ἡ ἰσημερία ἐστὶ χειμὼν καὶ θέρος ἰσοκρατής», Αριστοτ.)
4. (για οίνο) αναμεμιγμένος κατά ίσα μέρη («ἐκ τῆς ἀμφοῑν ἰσοκρατοῦς μίξεως», Γαλ.).
επίρρ...
ἰσοκρατῶς (Α)
κατά ισοκρατή τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο)- + -κρατής (< κράτος), πρβλ. μεγαλοκρατής, πολυκρατής].