ταυτοκλινής: Difference between revisions
From LSJ
ἀσκέειν, περὶ τὰ νουσήματα, δύο, ὠφελέειν, ἢ μὴ βλάπτειν → strive, with regard to diseases, for two things — to do good, or to do no harm | as to diseases, make a habit of two things — to help, or at least, to do no harm
m (Text replacement - " τοῑς " to " τοῖς ") |
m (Text replacement - "νεῑ" to "νεῖ") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ές, Α<br />αυτός που έχει το ίδιο [[κλίμα]] με άλλον, [[δηλαδή]] αυτός που βρίσκεται στο ίδιο γεωγραφικό [[πλάτος]] («[[μόλις]] γὰρ ἄν | |mltxt=-ές, Α<br />αυτός που έχει το ίδιο [[κλίμα]] με άλλον, [[δηλαδή]] αυτός που βρίσκεται στο ίδιο γεωγραφικό [[πλάτος]] («[[μόλις]] γὰρ ἄν ταὐτοκλινεῖς [[εἶεν]] τοῖς κατ' Ἀμισόν», <b>Στράβ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ταὐτ</i>(<i>ο</i>)- / <i>ταυτ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>κλινής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[κλίνω]], <b>πρβλ.</b> και [[κλίμα]])]. | ||
}} | }} |