δάπτης: Difference between revisions
From LSJ
Oἱ δὲ Ἀθηναῖοι ἦσαν ἐν μεγάλῳ κινδύνῳ... (adaptation of Herodotus 6.105) → The Athenians were in great danger...
m (Text replacement - " " to "") |
m (Text replacement - "οῡ" to "οῦ") |
||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο (Α [[δάπτης]], θηλ. [[δάπτρια]] και [[δάπτειρα]], η) [[δάπτω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[ονομασία]] κολεόπτερου της οικογένειας των καραβίδων<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που κατατρώει, που καταστρέφει («[[δάπτρια]] | |mltxt=ο (Α [[δάπτης]], θηλ. [[δάπτρια]] και [[δάπτειρα]], η) [[δάπτω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[ονομασία]] κολεόπτερου της οικογένειας των καραβίδων<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που κατατρώει, που καταστρέφει («[[δάπτρια]] νοῦσος»). | ||
}} | }} |
Revision as of 19:50, 13 June 2022
English (LSJ)
ου, ὁ, A eater, bloodsucker, δάπταις αἱμοπώταισιν, of gnats, Lyc.1403.
Greek (Liddell-Scott)
δάπτης: -ου, ὁ, ὁ κατατρώγων, τὸ αἷμα πίνων, δάπταις αἱμοπώτῃσιν, ἐπὶ τῶν κωνώπων, Λυκόφρ. 1403.
Spanish (DGE)
δεινός Hsch.
Greek Monolingual
ο (Α δάπτης, θηλ. δάπτρια και δάπτειρα, η) δάπτω
νεοελλ.
ονομασία κολεόπτερου της οικογένειας των καραβίδων
αρχ.
αυτός που κατατρώει, που καταστρέφει («δάπτρια νοῦσος»).