θυοσκοπία: Difference between revisions
From LSJ
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (Text replacement - "οῡ" to "οῦ") |
||
Line 11: | Line 11: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[θυοσκοπία]], ἡ (Α) [[θυοσκόπος]]<br />(η λ. έχει χρησιμοποιηθεί ως ετυμολ. του <i> | |mltxt=[[θυοσκοπία]], ἡ (Α) [[θυοσκόπος]]<br />(η λ. έχει χρησιμοποιηθεί ως ετυμολ. του <i>Θοῦσκος</i>, στον Ιω. Λυδό)<br />η μαντευτική που γίνεται με την [[παρατήρηση]] και [[μελέτη]] τών εντοσθίων τών θυμάτων, η [[ιεροσκοπία]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 19:55, 13 June 2022
English (LSJ)
ἡ,= A haruspicina, used as etym. of Θοῦσκος, Lyd.Mag.Prooem.
Greek Monolingual
θυοσκοπία, ἡ (Α) θυοσκόπος
(η λ. έχει χρησιμοποιηθεί ως ετυμολ. του Θοῦσκος, στον Ιω. Λυδό)
η μαντευτική που γίνεται με την παρατήρηση και μελέτη τών εντοσθίων τών θυμάτων, η ιεροσκοπία.