καθοδηγώ: Difference between revisions
From LSJ
ἔστι δίκης ὀφθαλμός ὃς τά πανθ' ὁρᾶ → there is an eye of justice that sees everything, all-seeing justice
(18) |
m (Text replacement - "οῡ" to "οῦ") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=(AM [[καθοδηγώ]], -έω) [[καθοδηγός]]<br /><b>1.</b> [[οδηγώ]], [[δείχνω]] τον δρόμο («ὁ καθοδηγῶν [[αἰχμάλωτος]] ἐξέπεσε τῆς | |mltxt=(AM [[καθοδηγώ]], -έω) [[καθοδηγός]]<br /><b>1.</b> [[οδηγώ]], [[δείχνω]] τον δρόμο («ὁ καθοδηγῶν [[αἰχμάλωτος]] ἐξέπεσε τῆς ὁδοῦ», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>2.</b> [[συμβουλεύω]], [[νουθετώ]], [[δείχνω]] σε κάποιον τον σωστό τρόπο ενέργειας ή συμπεριφοράς (α. «[[πάντοτε]] μέ καθοδηγούσε σωστά» β. «πλανῶν ἔθνη καὶ ἀπολλόων αὐτά, καταστρωννύων ἔθνη καὶ καθοδηγῶν αὐτά», ΠΔ)<br /><b>3.</b> [[κατευθύνω]], [[διευθύνω]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[εξηγώ]]<br /><b>2.</b> [[εκπαιδεύω]]<br /><b>3.</b> [[επιδιορθώνω]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 20:00, 13 June 2022
Greek Monolingual
(AM καθοδηγώ, -έω) καθοδηγός
1. οδηγώ, δείχνω τον δρόμο («ὁ καθοδηγῶν αἰχμάλωτος ἐξέπεσε τῆς ὁδοῦ», Πλούτ.)
2. συμβουλεύω, νουθετώ, δείχνω σε κάποιον τον σωστό τρόπο ενέργειας ή συμπεριφοράς (α. «πάντοτε μέ καθοδηγούσε σωστά» β. «πλανῶν ἔθνη καὶ ἀπολλόων αὐτά, καταστρωννύων ἔθνη καὶ καθοδηγῶν αὐτά», ΠΔ)
3. κατευθύνω, διευθύνω
μσν.
1. εξηγώ
2. εκπαιδεύω
3. επιδιορθώνω.