ψίχα: Difference between revisions

From LSJ

ἔτλην δ' οἷ' οὔ πώ τις ἐπιχθόνιος βροτὸς ἄλλος → I have endured as much as no other mortal

Source
(47c)
 
mNo edit summary
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=η, ΝΜ<br /><b>1.</b> το εσωτερικό, μαλακό [[μέρος]] του ψωμιού<br /><b>2.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>οι ψίχες</i> και <i>αἱ ψίχαι</i><br />τα ψίχουλα<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> το εσωτερικό ορισμένων ξηρών καρπών («η [[ψίχα]] του αμυγδάλου»)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> ελάχιστη [[ποσότητα]] από [[κάτι]] («δώσε μου μια [[ψίχα]] [[καφέ]]»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> αρχ. <i>ψίξ</i>, <i>ψιχός</i> «[[ψίχα]]», [[κατά]] τα πρωτόκλιτα θηλυκά].
|mltxt=η, ΝΜ<br /><b>1.</b> το εσωτερικό, μαλακό [[μέρος]] του ψωμιού<br /><b>2.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>οι ψίχες</i> και <i>αἱ ψίχαι</i><br />τα ψίχουλα<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> το εσωτερικό ορισμένων ξηρών καρπών («η [[ψίχα]] του αμυγδάλου»)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> ελάχιστη [[ποσότητα]] από [[κάτι]] («δώσε μου μια [[ψίχα]] [[καφέ]]»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> αρχ. <i>[[ψίξ]]</i>, <i>ψιχός</i> «[[ψίχα]]», [[κατά]] τα πρωτόκλιτα θηλυκά].
}}
}}

Latest revision as of 18:16, 25 June 2022

Greek Monolingual

η, ΝΜ
1. το εσωτερικό, μαλακό μέρος του ψωμιού
2. στον πληθ. οι ψίχες και αἱ ψίχαι
τα ψίχουλα
νεοελλ.
1. το εσωτερικό ορισμένων ξηρών καρπών («η ψίχα του αμυγδάλου»)
2. μτφ. ελάχιστη ποσότητα από κάτι («δώσε μου μια ψίχα καφέ»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. ψίξ, ψιχός «ψίχα», κατά τα πρωτόκλιτα θηλυκά].