ιλάριος: Difference between revisions

From LSJ

Βίον καλὸν ζῇς, ἂν γυναῖκα μὴ τρέφῃς → Uxorem si non duxis, vives commodeGut ist dein Leben, wenn du keine Frau ernährst

Menander, Monostichoi, 78
mNo edit summary
mNo edit summary
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἱλάριος]], ἱλαρία, ἱλάριον (ΑΜ) [[ιλαρός]]<br />αυτός που χαρακτηρίζεται από [[ιλαρότητα]], ο [[χαρμόσυνος]] («τὰς ἱλαρίας ἡμέρας»)<br /><b>αρχ.</b><br />(<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ Ἱλάρια</i><br />χαρούμενες γιορτές [[προς]] τιμήν διαφόρων θεοτήτων και [[κυρίως]] της Κυβέλης.
|mltxt=[[ἱλάριος]], ἱλαρία, ἱλάριον (ΑΜ) [[ιλαρός]]<br />αυτός που χαρακτηρίζεται από [[ιλαρότητα]], ο [[χαρμόσυνος]] («τὰς ἱλαρίας ἡμέρας»)<br /><b>αρχ.</b><br />(<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ [[Ἱλάρια]]</i><br />χαρούμενες γιορτές [[προς]] τιμήν διαφόρων θεοτήτων και [[κυρίως]] της Κυβέλης.
}}
}}

Latest revision as of 10:40, 1 July 2022

Greek Monolingual

ἱλάριος, ἱλαρία, ἱλάριον (ΑΜ) ιλαρός
αυτός που χαρακτηρίζεται από ιλαρότητα, ο χαρμόσυνος («τὰς ἱλαρίας ἡμέρας»)
αρχ.
(το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ Ἱλάρια
χαρούμενες γιορτές προς τιμήν διαφόρων θεοτήτων και κυρίως της Κυβέλης.