3,276,932
edits
m (Text replacement - " f.l." to " f.l.") |
|||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀποστερέω''': μελλ. -ήσω: - Παθ., μέλλ. ἀποστερηθήσομαι Λυσ. 126. 33, Δημ. 15, 24· ἀλλ’ [[ὡσαύτως]], μέσ. ἀποστερήσομαι Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 137, Θουκ. 6, 91, Δημ. 765,14· καὶ ἀποστεροῦμαι Ἀνδοκ. 19. 26: πρκμ. ἀπεστέρημαι, κτλ. Στερῶ, ἀφαιρῶ διὰ βίας ἢ ἀπάτης, στερῶ τινά τινος, μετ’ αἰτ. προσ. καὶ γεν. πράγ., χρημάτων ἀπ. τινα Ἡρόδ. 5. 92, 5, πρβλ. 7. 155· τῆς τυραννίδος Ἀριστοφ. Ὄρν. 1605· τῆς ψυχῆς Ἀντιφῶν 125. 40· [[ὡσαύτως]] μετ’ αἰτ. προσ. καὶ πράγμ., μή μ’ ἀποστερήσῃς… ἡδονὰν Σοφ. Ἠλ. 1276, πρβλ. Ἀντιφῶντα 122. 33, Ξεν. Ἀν. 7. 6, 9, Ἰσαῖον 73. 46, κλ.· ἀπολ. ἐξαπατῶ, λέγειν μέν οὐκ ἔνεστ’, ἀποστερεῖν δ’ ἔνι Ἀριστοφ. Νεφ. 487· ἀπεστερηκὼς γίγνεται, ἐλλειμματίας, καταχραστὴς χρημάτων (ὁ Βέκκ. προτείνει ἀπειρηκὼς), Πλάτ. Φαῖδρ. 241Β: - Παθ. ἀποστεροῦμαί τινος μετὰ γεν., Ἑλλάδος ἀπεστερημένος Ἡρόδ. 3. 130· σοῦ δ’ ἀπεστηρημένη Σοφ. Ἠλ. 813· ἡδονῶν Ἀριστοφ. Νεφ. 1072· πάντων ἂν ἀπεστερήμην Δημ. 549, 12· μετ’ αἰτ., ἵππους ἀπεστέρηνται Ξεν. Κύρ. 6. 1, 12, κτλ.· ἀπολ. εἰ δ’ ἀπεστερήμεθα, ἐὰν δὲ ἀπετύχομεν, Σοφ. Αἴ. 781 (ὁ Badh. εἰδ’ ἄρ’ ὑστερήκαμεν). ἴδε Jebb ἐν τόπῳ. 2) ἀπ. ἑαυτόν τινας, ἀποσπῶ, [[ἀποσύρω]], ἀπομακρύνω ἐμαυτὸν ἀπό τινος προσώπου ἢ πράγματος, τῶν [ἀγαλμάτων]… ἀπεστέρησ’ [ἐμαυτὸν οὐδενὸς Ἀντιφῶν 128. 28· ἄλλου αὐτὸν ἀπ., Θουκ. 1. 40· ἀποστεροῦντα ζῶνθ’ ἑαυτὸν τοῦ φρονεῖν Κρώβυλ. ἐν «Ἀπολιπούσῃ» 2· [[ὥστε]]… ἐκείνους τε καὶ παντάπασιν ἀπεστερηκέναι, εἰ καὶ κρατοῖεν, μὴ ἂν ἔτι [[σφᾶς]] ἀποτειχίσαι, [[ὥστε]]… καὶ ἐκείνους [τοὺς Ἀθηναίους] ἀπεστέρησαν ἐντελῶς τῆς δυνάμεως [οἱ Συρακόσιοι], νὰ μὴ δύνανται νὰ ἀποτειχίσωσιν αὐτοὺς καὶ ἂν ἀκόμη ἐνίκων ἐν τῷ πεδίῳ τῆς μάχης, Θουκ. 7. 6, πρβλ. Πλάτ. Νόμ. 868D: - ἀντιστρόφως, ἀπ. τί τινος Πλουτ. Αἰμίλ. 26. 3) μετ’ αἰτ. προσ., ἀποστερῶ τῆς ἀρχῆς, ἀποστερήσας (ὁ Γέλων) τοὺς Ἱπποκράτιος παῖδας Ἡρόδ. 7. 155, Ἀριστοφ. Πλ. 373, Πλάτ., κτλ.: - Ἐν Εὐρ. Ἑλένη 577, τὸ δὲ σαφὲς μ’ ἀποστερεῖ, φαίνεται νὰ σημαίνῃ, ἡ [[βεβαιότης]] μὲ καταλείπει, ὅ ἐ. δὲν εἶμαι [[βέβαιος]]. 4) μετ’ αἰτ. πράγμ. μόνον, δὲν δίδω [[ὅπερ]] ὑπισχνοῦμαι, κατακρατῶ αὐτό, Αἰσχύλ. Πρ. 777, Σοφ. Ο. Τ. 323, Φ. 931, Ἀριστοφ. Νεφ. 1305, Δημ. 528. 16· [[Ζεὺς]]… ἀποστεροίη γάμον, [[εἴθε]] νὰ τὸν ἀποτρέψῃ, Αἰσχύλ. Ἱκ. 1023. ΙΙ. ἐν τῇ λογικῇ [[ἐξάγω]] ἀρνητικὸν [[συμπέρασμα]], Ἀριστ. Ἀναλυτ. Πρ. 1. 28, 11· πρβλ. [[στερητικός]]. | |lstext='''ἀποστερέω''': μελλ. -ήσω: - Παθ., μέλλ. ἀποστερηθήσομαι Λυσ. 126. 33, Δημ. 15, 24· ἀλλ’ [[ὡσαύτως]], μέσ. ἀποστερήσομαι Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 137, Θουκ. 6, 91, Δημ. 765,14· καὶ ἀποστεροῦμαι Ἀνδοκ. 19. 26: πρκμ. ἀπεστέρημαι, κτλ. Στερῶ, ἀφαιρῶ διὰ βίας ἢ ἀπάτης, στερῶ τινά τινος, μετ’ αἰτ. προσ. καὶ γεν. πράγ., χρημάτων ἀπ. τινα Ἡρόδ. 5. 92, 5, πρβλ. 7. 155· τῆς τυραννίδος Ἀριστοφ. Ὄρν. 1605· τῆς ψυχῆς Ἀντιφῶν 125. 40· [[ὡσαύτως]] μετ’ αἰτ. προσ. καὶ πράγμ., μή μ’ ἀποστερήσῃς… ἡδονὰν Σοφ. Ἠλ. 1276, πρβλ. Ἀντιφῶντα 122. 33, Ξεν. Ἀν. 7. 6, 9, Ἰσαῖον 73. 46, κλ.· ἀπολ. ἐξαπατῶ, λέγειν μέν οὐκ ἔνεστ’, ἀποστερεῖν δ’ ἔνι Ἀριστοφ. Νεφ. 487· ἀπεστερηκὼς γίγνεται, ἐλλειμματίας, καταχραστὴς χρημάτων (ὁ Βέκκ. προτείνει ἀπειρηκὼς), Πλάτ. Φαῖδρ. 241Β: - Παθ. ἀποστεροῦμαί τινος μετὰ γεν., Ἑλλάδος ἀπεστερημένος Ἡρόδ. 3. 130· σοῦ δ’ ἀπεστηρημένη Σοφ. Ἠλ. 813· ἡδονῶν Ἀριστοφ. Νεφ. 1072· πάντων ἂν ἀπεστερήμην Δημ. 549, 12· μετ’ αἰτ., ἵππους ἀπεστέρηνται Ξεν. Κύρ. 6. 1, 12, κτλ.· ἀπολ. εἰ δ’ ἀπεστερήμεθα, ἐὰν δὲ ἀπετύχομεν, Σοφ. Αἴ. 781 (ὁ Badh. εἰδ’ ἄρ’ ὑστερήκαμεν). ἴδε Jebb ἐν τόπῳ. 2) ἀπ. ἑαυτόν τινας, ἀποσπῶ, [[ἀποσύρω]], ἀπομακρύνω ἐμαυτὸν ἀπό τινος προσώπου ἢ πράγματος, τῶν [ἀγαλμάτων]… ἀπεστέρησ’ [ἐμαυτὸν οὐδενὸς Ἀντιφῶν 128. 28· ἄλλου αὐτὸν ἀπ., Θουκ. 1. 40· ἀποστεροῦντα ζῶνθ’ ἑαυτὸν τοῦ φρονεῖν Κρώβυλ. ἐν «Ἀπολιπούσῃ» 2· [[ὥστε]]… ἐκείνους τε καὶ παντάπασιν ἀπεστερηκέναι, εἰ καὶ κρατοῖεν, μὴ ἂν ἔτι [[σφᾶς]] ἀποτειχίσαι, [[ὥστε]]… καὶ ἐκείνους [τοὺς Ἀθηναίους] ἀπεστέρησαν ἐντελῶς τῆς δυνάμεως [οἱ Συρακόσιοι], νὰ μὴ δύνανται νὰ ἀποτειχίσωσιν αὐτοὺς καὶ ἂν ἀκόμη ἐνίκων ἐν τῷ πεδίῳ τῆς μάχης, Θουκ. 7. 6, πρβλ. Πλάτ. Νόμ. 868D: - ἀντιστρόφως, ἀπ. τί τινος Πλουτ. Αἰμίλ. 26. 3) μετ’ αἰτ. προσ., ἀποστερῶ τῆς ἀρχῆς, ἀποστερήσας (ὁ Γέλων) τοὺς Ἱπποκράτιος παῖδας Ἡρόδ. 7. 155, Ἀριστοφ. Πλ. 373, Πλάτ., κτλ.: - Ἐν Εὐρ. Ἑλένη 577, τὸ δὲ σαφὲς μ’ ἀποστερεῖ, φαίνεται νὰ σημαίνῃ, ἡ [[βεβαιότης]] μὲ καταλείπει, ὅ ἐ. δὲν εἶμαι [[βέβαιος]]. 4) μετ’ αἰτ. πράγμ. μόνον, δὲν δίδω [[ὅπερ]] ὑπισχνοῦμαι, κατακρατῶ αὐτό, Αἰσχύλ. Πρ. 777, Σοφ. Ο. Τ. 323, Φ. 931, Ἀριστοφ. Νεφ. 1305, Δημ. 528. 16· [[Ζεύς|Ζεὺς]]… ἀποστεροίη γάμον, [[εἴθε]] νὰ τὸν ἀποτρέψῃ, Αἰσχύλ. Ἱκ. 1023. ΙΙ. ἐν τῇ λογικῇ [[ἐξάγω]] ἀρνητικὸν [[συμπέρασμα]], Ἀριστ. Ἀναλυτ. Πρ. 1. 28, 11· πρβλ. [[στερητικός]]. | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly |