παραιωρέομαι: Difference between revisions

From LSJ

πᾶσα σοφία παρὰ Κυρίου καὶ μετ᾿ αὐτοῦ ἐστιν εἰς τὸν αἰῶνα → all wisdom comes from the Lord, she is with him for ever

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}]+), ([\p{Cyrillic}]+) (\()" to "$1 $2, $3 $4")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $3")
Line 1: Line 1:
{{elru
{{elru
|elrutext='''παραιωρέομαι:'''<br /><b class="num">1)</b> быть привешенным (ἐγχειρίδια παραιωρεύμενα ἐκ τῆς ζώνης Her.);<br /><b class="num">2)</b> [[виснуть]], [[льнуть]] (τὰς χεῖρας ὀρέγων καὶ παραιωρούμενος Plut.).
|elrutext='''παραιωρέομαι:'''<br /><b class="num">1)</b> [[быть привешенным]] (ἐγχειρίδια παραιωρεύμενα ἐκ τῆς ζώνης Her.);<br /><b class="num">2)</b> [[виснуть]], [[льнуть]] (τὰς χεῖρας ὀρέγων καὶ παραιωρούμενος Plut.).
}}
}}

Revision as of 19:25, 19 August 2022

Russian (Dvoretsky)

παραιωρέομαι:
1) быть привешенным (ἐγχειρίδια παραιωρεύμενα ἐκ τῆς ζώνης Her.);
2) виснуть, льнуть (τὰς χεῖρας ὀρέγων καὶ παραιωρούμενος Plut.).