ἐμπεριληπτικός: Difference between revisions
From LSJ
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
|||
Line 23: | Line 23: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ἐμπεριληπτικός:''' охватывающий, содержащий в себе (τινος Sext.). | |elrutext='''ἐμπεριληπτικός:''' [[охватывающий]], [[содержащий в себе]] (τινος Sext.). | ||
}} | }} |
Revision as of 12:20, 20 August 2022
English (LSJ)
ή, όν, A comprehending, inclusive, τινός A.D.Synt.36.1, al.: abs., ἐ. τρόπος Epicur.Nat.28.2.
German (Pape)
[Seite 812] ή, όν, in sich enthaltand, Gramm.
Greek (Liddell-Scott)
ἐμπεριληπτικός: -ή, -όν, ὁ ἐμπεριλαμβάνων, περιληπτικός, Σέξτ. Ἐμπ. Π. 3. 171, Ἀπολλ. Δ. π. Συντάξ. 36. 1.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
inclusivo, que comprende o abarca c. gen. ἀνάγκη οὖν ἐστι προσγίνεσθαι τὸ ἄρθρον τῷ ἐμπεριληπτικῷ τοῦ μέρους es obligatorio que el artículo se añada a lo que es inclusivo de la parte A.D.Synt.36.1, cf. 38.22, 39.5, θέλουσιν ... τὸ δεύτερον σημαινόμενον ἐμπεριληπτικὸν εἶναι τοῦ πρώτου S.E.M.11.30.
Greek Monolingual
ἐμπεριληπτικός, -ή, -όν (Α)
αυτός που συμπεριλαμβάνει κάτι.
Russian (Dvoretsky)
ἐμπεριληπτικός: охватывающий, содержащий в себе (τινος Sext.).