ἀνομοιοβαρής: Difference between revisions
From LSJ
Ἡ δ' ἁρπαγὴ μέγιστον ἀνθρώποις κακόν → Vitiorum hominibus pessimum est rapacitas → Der Menschen schlimmstes Laster ist die Gier nach Raub
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3") |
||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ἀνομοιοβᾰρής:''' неодинакового веса Arst. | |elrutext='''ἀνομοιοβᾰρής:''' [[неодинакового веса]] Arst. | ||
}} | }} |
Revision as of 14:15, 20 August 2022
English (LSJ)
ές, A of unevenly distributed weight, Arist.Cael.273b23.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνομοιοβᾰρής: -ές, ὁ ἔχων ἄνισον βάρος, Ἀριστ. Οὐρ. 1. 6, 8.
Spanish (DGE)
-ές
que tiene el peso desigualmente distribuido τὸ μέγεθος Arist.Cael.273b23.
Greek Monolingual
-ές (Α ἀνομοιοβαρής)
νεοελλ.
αυτός που δεν έχει ίσο βάρος με άλλον, ανισοβαρής
αρχ.
αυτός του οποίου το βάρος είναι άνισα κατανεμημένο.
Russian (Dvoretsky)
ἀνομοιοβᾰρής: неодинакового веса Arst.