χειρωτικός: Difference between revisions
ἐκ Χάεος δ' Ἔρεβός τε μέλαινά τε Νὺξ ἐγένοντο... (Hesiod's Theogony 123) → From Chasm, Erebos and black Night came to be...
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+):" to "$1 $2:") |
||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''χειρωτικός:''' захватный: χειρωτικὸν [[εἶδος]] κτητικῆς Plat. насильственный способ приобретения. | |elrutext='''χειρωτικός:''' [[захватный]]: χειρωτικὸν [[εἶδος]] κτητικῆς Plat. насильственный способ приобретения. | ||
}} | }} |
Revision as of 15:15, 20 August 2022
English (LSJ)
ή, όν, A apt at conquering or subduing, Pl.Sph.219d: ἡ -κή (sc. τέχνη) the art of subduing, ib.221b.
German (Pape)
[Seite 1348] zum Überwältigen, Bezwingen gehörig, geschickt, Plat. Soph. 219 d 231 b u. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
χειρωτικός: -ή, -όν, ἐπιτήδειος εἰς τὸ χειροῦσθα, ὑποτάσσειν, τὸ λοιπὸν ἢ κατ’ ἔργα ἢ κατὰ λόγους χειρούμενον ξύμπαν χειρωτικὸν ἂν εἴη Πλάτ. Πολιτικ. 219D· χειρωτικὴ (ἐξυπακ. τέχνη), ἡ τέχνη τοῦ ἐξημεροῦν, τιθασσεύειν, αὐτόθι 223β, πρβλ. 221Β.
Greek Monolingual
-ή, -όν, Α [χειρῶ (II)]
1. ικανός στο να υποτάσσει
2. το θηλ. ως ουσ. ἡ χειρωτική
η τέχνη της εξημέρωσης.
Russian (Dvoretsky)
χειρωτικός: захватный: χειρωτικὸν εἶδος κτητικῆς Plat. насильственный способ приобретения.