δυσόριστος: Difference between revisions

From LSJ

Ἴση λεαίνης καὶ γυναικὸς ὠμότης → Feritas leaenae quanta, tanta et feminae → Der Löwin Wildheit ist die selbe wie der Frau

Menander, Monostichoi, 267
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(op\.) ([\p{Greek}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $3")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ον<br />[[que difícilmente adopta un límite impuesto]] op. εὐόριστος ref. a los sólidos, Arist.<i>GC</i> 329<sup>b</sup>32, cf. <i>Mete</i>.378<sup>b</sup>24, Simp.<i>in Ph</i>.481.32, del estilo de un orador, D.H.<i>Din</i>.5.1, τὰ δυσόριστα καὶ στενόπορα (δάπεδα) Them.<i>Or</i>.18.217a, δυσόριστόν ἐστι τὸ κτιστὸν καὶ ἀόριστον· οἷον ἄγγελος, ψυχή, καὶ [[δαίμων]] Ath.Al.M.28.536B.
|dgtxt=-ον<br />[[que difícilmente adopta un límite impuesto]] op. [[εὐόριστος]] ref. a los sólidos, Arist.<i>GC</i> 329<sup>b</sup>32, cf. <i>Mete</i>.378<sup>b</sup>24, Simp.<i>in Ph</i>.481.32, del estilo de un orador, D.H.<i>Din</i>.5.1, τὰ δυσόριστα καὶ στενόπορα (δάπεδα) Them.<i>Or</i>.18.217a, δυσόριστόν ἐστι τὸ κτιστὸν καὶ ἀόριστον· οἷον ἄγγελος, ψυχή, καὶ [[δαίμων]] Ath.Al.M.28.536B.
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 15:30, 22 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δῠσόριστος Medium diacritics: δυσόριστος Low diacritics: δυσόριστος Capitals: ΔΥΣΟΡΙΣΤΟΣ
Transliteration A: dysóristos Transliteration B: dysoristos Transliteration C: dysoristos Beta Code: duso/ristos

English (LSJ)

ον, A difficult to adapt to a limit, Arist.Mete.378b24, GC329b32. II difficult to define, χαρακτήρ D.H.Din.5.

German (Pape)

[Seite 685] schwer zu begränzen, zu bestimmen, Dion. Hal. de Din. 5 u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

δυσόριστος: -ον, δυσκόλως περιοριζόμενος, Ἀριστ. Μετεωρ. 4. 1. 3, Γεν. καὶ Φθορ. 2. 2, 4. ΙΙ. Δυσκόλως ὀριζόμενος, Διον. Ἁλ. π. Δεινάρχ. 5.

Spanish (DGE)

-ον
que difícilmente adopta un límite impuesto op. εὐόριστος ref. a los sólidos, Arist.GC 329b32, cf. Mete.378b24, Simp.in Ph.481.32, del estilo de un orador, D.H.Din.5.1, τὰ δυσόριστα καὶ στενόπορα (δάπεδα) Them.Or.18.217a, δυσόριστόν ἐστι τὸ κτιστὸν καὶ ἀόριστον· οἷον ἄγγελος, ψυχή, καὶ δαίμων Ath.Al.M.28.536B.

Greek Monolingual

δυσόριστος, -ον (Α)
1. αυτός που δύσκολα περιορίζεται
2. εκείνος που δύσκολα ορίζεται.

Russian (Dvoretsky)

δυσόριστος: трудно определимый Arst.