ημιστροφείον: Difference between revisions

From LSJ

ἐν γενείου ξυλλογῇ τριχώματος → in the first harvest of a beard, in early manhood

Source
(16)
 
m (Text replacement - "εῑον" to "εῖον")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=ἡμιστροφεῑον, τὸ (Α)<br />θεατρική [[μηχανή]] που στρέφεται [[κατά]] το ήμισυ.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ημι</i>- <span style="color: red;">+</span> <i>στροφείον</i> «όργανο με το οποίο στρέφεται [[κάτι]]» (<span style="color: red;"><</span> [[στρέφω]])].
|mltxt=ἡμιστροφεῖον, τὸ (Α)<br />θεατρική [[μηχανή]] που στρέφεται [[κατά]] το ήμισυ.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ημι</i>- <span style="color: red;">+</span> <i>στροφείον</i> «όργανο με το οποίο στρέφεται [[κάτι]]» (<span style="color: red;"><</span> [[στρέφω]])].
}}
}}

Latest revision as of 10:22, 24 August 2022

Greek Monolingual

ἡμιστροφεῖον, τὸ (Α)
θεατρική μηχανή που στρέφεται κατά το ήμισυ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ημι- + στροφείον «όργανο με το οποίο στρέφεται κάτι» (< στρέφω)].