ὁρκίλλομαι: Difference between revisions

From LSJ

Πονηρὸν ἄνδρα μηδέποτε ποιοῦ φίλον (μηδέπω κτήσῃ φίλον) → Tibi numquam amicum facito moratum male → Nimm niemals einen schlechten Mann zum Freunde dir

Menander, Monostichoi, 453
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=orkillomai
|Transliteration C=orkillomai
|Beta Code=o(rki/llomai
|Beta Code=o(rki/llomai
|Definition=<span class="sense"><span class="bld">A</span> [[swear vain oaths]], Phot., dub. in Hsch.</span>
|Definition=[[swear vain oaths]], Phot., dub. in Hsch.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ὁρκίλλομαι]] (Α)<br />[[δίνω]] μάταιους, κενούς όρκους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πολλοί έχουν προτείνει τη [[διόρθωση]] του τ. σε <i>ὁρκίδδομαι</i>. Κατ' άλλους, όμως, το ρ. έχει παραχθεί από αμάρτυρο <i>ὁρκιλ</i>(<i>λ</i>)<i>ος</i>- (<b>πρβλ.</b> <i>οπτίλ</i>[[λ]]<i>ος</i>) <span style="color: red;"><</span> [[ὅρκος]], υποκορ. με μειωτική σημ.].
|mltxt=[[ὁρκίλλομαι]] (Α)<br />[[δίνω]] μάταιους, κενούς όρκους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πολλοί έχουν προτείνει τη [[διόρθωση]] του τ. σε <i>ὁρκίδδομαι</i>. Κατ' άλλους, όμως, το ρ. έχει παραχθεί από αμάρτυρο <i>ὁρκιλ</i>(<i>λ</i>)<i>ος</i>- (<b>πρβλ.</b> <i>οπτίλ</i>[[λ]]<i>ος</i>) <span style="color: red;"><</span> [[ὅρκος]], υποκορ. με μειωτική σημ.].
}}
}}

Revision as of 11:04, 24 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὁρκίλλομαι Medium diacritics: ὁρκίλλομαι Low diacritics: ορκίλλομαι Capitals: ΟΡΚΙΛΛΟΜΑΙ
Transliteration A: horkíllomai Transliteration B: horkillomai Transliteration C: orkillomai Beta Code: o(rki/llomai

English (LSJ)

swear vain oaths, Phot., dub. in Hsch.

Greek Monolingual

ὁρκίλλομαι (Α)
δίνω μάταιους, κενούς όρκους.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πολλοί έχουν προτείνει τη διόρθωση του τ. σε ὁρκίδδομαι. Κατ' άλλους, όμως, το ρ. έχει παραχθεί από αμάρτυρο ὁρκιλ(λ)ος- (πρβλ. οπτίλλος) < ὅρκος, υποκορ. με μειωτική σημ.].