ῥοδαλός: Difference between revisions
From LSJ
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=rodalos | |Transliteration C=rodalos | ||
|Beta Code=r(odalo/s | |Beta Code=r(odalo/s | ||
|Definition=ή, όν,= | |Definition=ή, όν,= ῥόδινος, παρειαί <span class="bibl">Opp.<span class="title">C.</span>1.501</span>. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 11:11, 24 August 2022
English (LSJ)
ή, όν,= ῥόδινος, παρειαί Opp.C.1.501.
German (Pape)
[Seite 846] = ῥόδινος, Opp. Cyn. 1, 501, zw.
Greek (Liddell-Scott)
ῥοδᾰλός: -ή, -όν, = ῥόδιος, εὔχρους, παρειαὶ Ὀππ. Κυνηγ. 1. 501.
Greek Monolingual
-ή, -ό / ῥοδαλός, -ή, -όν, ΝΜΑ
αυτός που έχει ρόδινο χρώμα, που το χρώμα του μοιάζει με του ρόδου, τριανταφυλλής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ῥόδον + επίθημα -αλός (πρβλ. ομ-αλός)].