κόμα: Difference between revisions
χωρίον ἔνθα οὐ προσβατὸν θανάτῳ → a spot where it is not accessible to death, a place where was no point accessible by death, a place where death was forbidden to set foot
(3) |
m (Text replacement - "<br \/> <b>1<\/b> (?s)(?!.*<br \/><b>)(?!.* <b>)" to "") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{Slater | {{Slater | ||
|sltr=<b>κόμα</b> (-ᾳ, -αν; -αι, -ᾶν, -αις(ι)) s. & pl., | |sltr=<b>κόμα</b> (-ᾳ, -αν; -αι, -ᾶν, -αις(ι)) s. & pl., [[hair]] ἀμφὶ κόμαισι βάλῃ κόσμον ἐλαίας (O. 3.13) [[τρία]] ἔργα ποδαρκὴς [[ἁμέρα]] θῆκε κάλλιστ' ἀμφὶ κόμαις (O. 13.39) κομᾶν πλόκαμοι (P. 4.82) [[γέρας]] ἀμφέβαλε τεαῖσιν κόμαις (P. 5.31) δάφνᾳ τε χρυσέᾳ κόμας ἀναδήσαντες (P. 10.40) βελέων ὑπὸ ῥιπαῖσι κείνου φαιδίμαν γαίᾳ πεφύρσεσθαι κόμαν ἔνεπεν (N. 1.68) ἀνδησάμενός τε κόμαν ἐν πορφυρέοις ἔρνεσιν (N. 11.28) Δωρίων [[αὐτῷ]] [[στεφάνωμα]] κόμᾳ πέμπεν ἀναδεῖσθαι σελίνων (I. 2.15) ὦ χρυσέᾳ κόμᾳ θάλλων, [[πόρε]], Λοξία (I. 7.49) [[τότε]] χρύσεαι ἀέρος ἔκρυψαν κόμαι ἐπιχώριον κατάσκιον [[νῶτον]] ὑμέτερον [[Pindar]] speaks of Aigina, [[nymph]] and [[island]] Πα. . 13. ῥόδα τε κόμαισι μείγνυται fr. 75. 17. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''κόμᾱ:''' ἁ дор. Pind. = [[κόμη]]. | |elrutext='''κόμᾱ:''' ἁ дор. Pind. = [[κόμη]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 11:30, 3 September 2022
English (Slater)
κόμα (-ᾳ, -αν; -αι, -ᾶν, -αις(ι)) s. & pl., hair ἀμφὶ κόμαισι βάλῃ κόσμον ἐλαίας (O. 3.13) τρία ἔργα ποδαρκὴς ἁμέρα θῆκε κάλλιστ' ἀμφὶ κόμαις (O. 13.39) κομᾶν πλόκαμοι (P. 4.82) γέρας ἀμφέβαλε τεαῖσιν κόμαις (P. 5.31) δάφνᾳ τε χρυσέᾳ κόμας ἀναδήσαντες (P. 10.40) βελέων ὑπὸ ῥιπαῖσι κείνου φαιδίμαν γαίᾳ πεφύρσεσθαι κόμαν ἔνεπεν (N. 1.68) ἀνδησάμενός τε κόμαν ἐν πορφυρέοις ἔρνεσιν (N. 11.28) Δωρίων αὐτῷ στεφάνωμα κόμᾳ πέμπεν ἀναδεῖσθαι σελίνων (I. 2.15) ὦ χρυσέᾳ κόμᾳ θάλλων, πόρε, Λοξία (I. 7.49) τότε χρύσεαι ἀέρος ἔκρυψαν κόμαι ἐπιχώριον κατάσκιον νῶτον ὑμέτερον Pindar speaks of Aigina, nymph and island Πα. . 13. ῥόδα τε κόμαισι μείγνυται fr. 75. 17.
Russian (Dvoretsky)
κόμᾱ: ἁ дор. Pind. = κόμη.