συγκαθεύδησις: Difference between revisions
From LSJ
Ἔνιοι δὲ καὶ μισοῦσι τοὺς εὐεργέτας → Nonnulli oderunt adeo beneficos sibi → Es hassen manche sogar ihre Wohltäter
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (Text replacement - "({{grml\n.*\n}})\n\1" to "$1") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''συγκαθεύδησις''': ἡ, σαρκικὴ [[μῖξις]], [[συνουσία]], Σχόλ. εἰς Ὀδ. Ψ. 346. | |lstext='''συγκαθεύδησις''': ἡ, σαρκικὴ [[μῖξις]], [[συνουσία]], Σχόλ. εἰς Ὀδ. Ψ. 346. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ήσεως, ἡ, Α [[συγκαθεύδω]]<br />σαρκική [[ένωση]], [[συνουσία]]. | |mltxt=-ήσεως, ἡ, Α [[συγκαθεύδω]]<br />σαρκική [[ένωση]], [[συνουσία]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 19:25, 27 September 2022
English (LSJ)
εως, ἡ, sexual intercourse, Sch.DOd.23.346.
German (Pape)
[Seite 963] ἡ, das Mit- od. Zusammenschlafen, Schol. Od. 23, 346.
Greek (Liddell-Scott)
συγκαθεύδησις: ἡ, σαρκικὴ μῖξις, συνουσία, Σχόλ. εἰς Ὀδ. Ψ. 346.
Greek Monolingual
-ήσεως, ἡ, Α συγκαθεύδω
σαρκική ένωση, συνουσία.