συμψέλιον: Difference between revisions

From LSJ

Ἔρως δίκαιος καρπὸν εὐθέως φέρει → Cupiditas, quae sit iusta, fructum fert statim → Gerechtes Streben bringt geradewegs Ertrag

Menander, Monostichoi, 140
(39)
m (Text replacement - "({{grml\n.*\n}})\n\1" to "$1")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
|mltxt=και συμψέλλιον και συνψέλιον και [[συψέλιον]] και [[σεμσέλλιον]] και σεμψέλλιον, τὸ, ΜΑ<br /><b>1.</b> [[θρανίο]], [[εδώλιο]]<br /><b>2.</b> (ο τ. <i>σεμψέλλιον</i> στον πληθ.) <i>τὰ σεμψέλλια</i><br />εκκλησιαστικά σκεύη.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> λατ. <i>subsellium</i> «[[εδώλιο]], [[θρανίο]]» (<span style="color: red;"><</span> <i>sub</i> «υπό» <span style="color: red;">+</span> <i>sella</i> «[[έδρα]]»)].
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=και συμψέλλιον και συνψέλιον και [[συψέλιον]] και [[σεμσέλλιον]] και σεμψέλλιον, τὸ, ΜΑ<br /><b>1.</b> [[θρανίο]], [[εδώλιο]]<br /><b>2.</b> (ο τ. <i>σεμψέλλιον</i> στον πληθ.) <i>τὰ σεμψέλλια</i><br />εκκλησιαστικά σκεύη.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> λατ. <i>subsellium</i> «[[εδώλιο]], [[θρανίο]]» (<span style="color: red;"><</span> <i>sub</i> «υπό» <span style="color: red;">+</span> <i>sella</i> «[[έδρα]]»)].
|mltxt=και συμψέλλιον και συνψέλιον και [[συψέλιον]] και [[σεμσέλλιον]] και σεμψέλλιον, τὸ, ΜΑ<br /><b>1.</b> [[θρανίο]], [[εδώλιο]]<br /><b>2.</b> (ο τ. <i>σεμψέλλιον</i> στον πληθ.) <i>τὰ σεμψέλλια</i><br />εκκλησιαστικά σκεύη.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> λατ. <i>subsellium</i> «[[εδώλιο]], [[θρανίο]]» (<span style="color: red;"><</span> <i>sub</i> «υπό» <span style="color: red;">+</span> <i>sella</i> «[[έδρα]]»)].
}}
}}

Latest revision as of 19:45, 27 September 2022

Greek Monolingual

και συμψέλλιον και συνψέλιον και συψέλιον και σεμσέλλιον και σεμψέλλιον, τὸ, ΜΑ
1. θρανίο, εδώλιο
2. (ο τ. σεμψέλλιον στον πληθ.) τὰ σεμψέλλια
εκκλησιαστικά σκεύη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. subsellium «εδώλιο, θρανίο» (< sub «υπό» + sella «έδρα»)].