συνάρχοντας: Difference between revisions

From LSJ

ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)

Source
(39)
m (Text replacement - "({{grml\n.*\n}})\n\1" to "$1")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
|mltxt=ο, Ν<br />αυτός που διοικεί [[μαζί]] με άλλον ή άλλους, [[συγκυβερνήτης]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[άρχοντας]]].
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ο, Ν<br />αυτός που διοικεί [[μαζί]] με άλλον ή άλλους, [[συγκυβερνήτης]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[άρχοντας]]].
|mltxt=ο, Ν<br />αυτός που διοικεί [[μαζί]] με άλλον ή άλλους, [[συγκυβερνήτης]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[άρχοντας]]].
}}
}}

Latest revision as of 19:50, 27 September 2022

Greek Monolingual

ο, Ν
αυτός που διοικεί μαζί με άλλον ή άλλους, συγκυβερνήτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + άρχοντας].