συνειδητοποιώ: Difference between revisions
From LSJ
καὶ ἐχθροὶ τοῦ ἀνθρώπου οἱ οἰκιακοὶ αὐτοῦ → and a man's foes shall be they of his own household (Micah 7:6, Matthew 10:36)
(39) |
m (Text replacement - "({{grml\n.*\n}})\n\1" to "$1") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-έω, Ν<br />[[αποκτώ]] σαφή και ενσυνείδητη [[γνώση]] της σημασίας γεγονότος ή κατάστασης.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[συνειδητός]] <span style="color: red;">+</span> -[[ποιώ]]]. | |mltxt=-έω, Ν<br />[[αποκτώ]] σαφή και ενσυνείδητη [[γνώση]] της σημασίας γεγονότος ή κατάστασης.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[συνειδητός]] <span style="color: red;">+</span> -[[ποιώ]]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 20:05, 27 September 2022
Greek Monolingual
-έω, Ν
αποκτώ σαφή και ενσυνείδητη γνώση της σημασίας γεγονότος ή κατάστασης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συνειδητός + -ποιώ].