ἀμβοειδής: Difference between revisions

From LSJ

Χρηστὸς πονηροῖς οὐ τιτρώσκεται λόγοις → Non vulneratur vir bonus verbo improbo → Ein böses Wort verwundet keinen guten Mann

Menander, Monostichoi, 542
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
Line 9: Line 9:
|Beta Code=a)mboeidh/s
|Beta Code=a)mboeidh/s
|Definition=ές, like an [[ἄμβων]], [[protuberant]], Heliod. ap. <span class="bibl">Orib.49.8.7</span>.
|Definition=ές, like an [[ἄμβων]], [[protuberant]], Heliod. ap. <span class="bibl">Orib.49.8.7</span>.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ές [[saliente]], [[protuberante]] μέρος Heliod. en Orib.49.9.7.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀμβοειδής''': -ές, = ὡς [[ἄμβων]], κεκυρτωμένος, προεξέχων, Ὀρειβάσ. σ. 133 Μαι.
|lstext='''ἀμβοειδής''': -ές, = ὡς [[ἄμβων]], κεκυρτωμένος, προεξέχων, Ὀρειβάσ. σ. 133 Μαι.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ές [[saliente]], [[protuberante]] μέρος Heliod. en Orib.49.9.7.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀμβοειδής]], -ές (Α)<br />αυτός που προεξέχει, κυρτωμένος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἄμβη]] «ό,τι προεξέχει, [[εξόγκωμα]]» <span style="color: red;">+</span> -<i>ειδής</i> <span style="color: red;"><</span> [[εἶδος]].
|mltxt=[[ἀμβοειδής]], -ές (Α)<br />αυτός που προεξέχει, κυρτωμένος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἄμβη]] «ό,τι προεξέχει, [[εξόγκωμα]]» <span style="color: red;">+</span> -<i>ειδής</i> <span style="color: red;"><</span> [[εἶδος]].
}}
}}

Revision as of 12:59, 1 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀμβοειδής Medium diacritics: ἀμβοειδής Low diacritics: αμβοειδής Capitals: ΑΜΒΟΕΙΔΗΣ
Transliteration A: amboeidḗs Transliteration B: amboeidēs Transliteration C: amvoeidis Beta Code: a)mboeidh/s

English (LSJ)

ές, like an ἄμβων, protuberant, Heliod. ap. Orib.49.8.7.

Spanish (DGE)

-ές saliente, protuberante μέρος Heliod. en Orib.49.9.7.

Greek (Liddell-Scott)

ἀμβοειδής: -ές, = ὡς ἄμβων, κεκυρτωμένος, προεξέχων, Ὀρειβάσ. σ. 133 Μαι.

Greek Monolingual

ἀμβοειδής, -ές (Α)
αυτός που προεξέχει, κυρτωμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἄμβη «ό,τι προεξέχει, εξόγκωμα» + -ειδής < εἶδος.