ἀπρόσληπτος: Difference between revisions

From LSJ

τὸ κοῖλον τοῦ ποδὸς δεῖξαιshow the heels, show a clean pair of heels, show the hollow of the foot, run away

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
Line 9: Line 9:
|Beta Code=a)pro/slhptos
|Beta Code=a)pro/slhptos
|Definition=ον, [[not taking]] or [[admitting]] a construction, <span class="bibl">A.D.<span class="title">Pron.</span>14.15</span>, <span class="bibl"><span class="title">Synt.</span>63.21</span>.
|Definition=ον, [[not taking]] or [[admitting]] a construction, <span class="bibl">A.D.<span class="title">Pron.</span>14.15</span>, <span class="bibl"><span class="title">Synt.</span>63.21</span>.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">1</b> gram. [[que no admite]] una construcción ἄρθρων con artículo</i> A.D.<i>Pron</i>.14.15, cf. <i>Synt</i>.63.21, Sch.Er.<i>Il</i>.1.175e, 508b, <i>An.Ox</i>.2.298, Theognost.<i>Can</i>.160.22.<br /><b class="num">2</b> en lit. crist. τὸ ἀ. [[lo no asumido]] τὸ γὰρ ἀ. ἀθεράπευτον Gr.Naz.<i>Ep</i>.101.32.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 15: Line 18:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀπρόσληπτος''': -ον, ὁ μὴ προσληφθείς, Ἰωάν. Δαμασκ. Ὀρθόδ. Πίστ. 3. 6, σ.197. ΙΙ. ἐνεργ., ὁ μὴ προσλαμβάνων, ἀπρόσληπτοί εἰσιν ἄρθρων Ἀπολλών. περὶ Ἀντωνυμ. 16C.
|lstext='''ἀπρόσληπτος''': -ον, ὁ μὴ προσληφθείς, Ἰωάν. Δαμασκ. Ὀρθόδ. Πίστ. 3. 6, σ.197. ΙΙ. ἐνεργ., ὁ μὴ προσλαμβάνων, ἀπρόσληπτοί εἰσιν ἄρθρων Ἀπολλών. περὶ Ἀντωνυμ. 16C.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">1</b> gram. [[que no admite]] una construcción ἄρθρων con artículo</i> A.D.<i>Pron</i>.14.15, cf. <i>Synt</i>.63.21, Sch.Er.<i>Il</i>.1.175e, 508b, <i>An.Ox</i>.2.298, Theognost.<i>Can</i>.160.22.<br /><b class="num">2</b> en lit. crist. τὸ ἀ. [[lo no asumido]] τὸ γὰρ ἀ. ἀθεράπευτον Gr.Naz.<i>Ep</i>.101.32.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἀπρόσληπτος]], -ον) [[προσλαμβάνω]]<br />αυτός που δεν έχει προσληφθεί<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που δεν προσλαμβάνει, δεν παίρνει [[κάτι]].
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἀπρόσληπτος]], -ον) [[προσλαμβάνω]]<br />αυτός που δεν έχει προσληφθεί<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που δεν προσλαμβάνει, δεν παίρνει [[κάτι]].
}}
}}

Revision as of 13:55, 1 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπρόσληπτος Medium diacritics: ἀπρόσληπτος Low diacritics: απρόσληπτος Capitals: ΑΠΡΟΣΛΗΠΤΟΣ
Transliteration A: apróslēptos Transliteration B: aproslēptos Transliteration C: aprosliptos Beta Code: a)pro/slhptos

English (LSJ)

ον, not taking or admitting a construction, A.D.Pron.14.15, Synt.63.21.

Spanish (DGE)

-ον
1 gram. que no admite una construcción ἄρθρων con artículo A.D.Pron.14.15, cf. Synt.63.21, Sch.Er.Il.1.175e, 508b, An.Ox.2.298, Theognost.Can.160.22.
2 en lit. crist. τὸ ἀ. lo no asumido τὸ γὰρ ἀ. ἀθεράπευτον Gr.Naz.Ep.101.32.

German (Pape)

[Seite 339] 1) nicht dazu nehmend, Suid. – 2) nicht dazu genommen, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπρόσληπτος: -ον, ὁ μὴ προσληφθείς, Ἰωάν. Δαμασκ. Ὀρθόδ. Πίστ. 3. 6, σ.197. ΙΙ. ἐνεργ., ὁ μὴ προσλαμβάνων, ἀπρόσληπτοί εἰσιν ἄρθρων Ἀπολλών. περὶ Ἀντωνυμ. 16C.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀπρόσληπτος, -ον) προσλαμβάνω
αυτός που δεν έχει προσληφθεί
αρχ.
αυτός που δεν προσλαμβάνει, δεν παίρνει κάτι.