Δασύλλιος: Difference between revisions
From LSJ
ὦ πολλῶν ἤδη λοπάδων τοὺς ἄμβωνας περιλείξας → you who have licked the labia of many vaginas (Eupolis fr. 52)
m (Text replacement - "epith." to "epithet") |
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
||
Line 9: | Line 9: | ||
|Beta Code=*dasu/llios | |Beta Code=*dasu/llios | ||
|Definition=ον, [[epithet]] of Bacchus, <span class="bibl">Paus.1.43.5</span> (<b class="b3">παρὰ τὸ δασύνειν τὰς ἀμπέλους</b>, acc. to <span class="bibl"><span class="title">EM</span>248.54</span>). | |Definition=ον, [[epithet]] of Bacchus, <span class="bibl">Paus.1.43.5</span> (<b class="b3">παρὰ τὸ δασύνειν τὰς ἀμπέλους</b>, acc. to <span class="bibl"><span class="title">EM</span>248.54</span>). | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=(Δᾰσύλλιος) -ου, ὁ<br />[[Dasilio]]<br /><b class="num">1</b> epít. de Dioniso en Mégara, Paus.1.43.5, <i>EM</i> 248.54G.<br /><b class="num">2</b> hijo de Ténaro de Amiclas, muerto por Morreo, Nonn.<i>D</i>.30.188. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''Δασύλλιος''': -ον, ἐπίθ. τοῦ Βάκχου, Παυσ. 1. 43, 5· παρὰ τὸ δασύνειν τὰς ἀμπέλους, κατὰ τὸ Ἐτυμ. Μ. 248. 54. | |lstext='''Δασύλλιος''': -ον, ἐπίθ. τοῦ Βάκχου, Παυσ. 1. 43, 5· παρὰ τὸ δασύνειν τὰς ἀμπέλους, κατὰ τὸ Ἐτυμ. Μ. 248. 54. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=Δασσύλιος, ο (Α) [[δασύς]]<br />([[προσωνυμία]] του Διονύσου) αυτός που δασύνει, που κάνει να φουντώνουν τα αμπέλια. | |mltxt=Δασσύλιος, ο (Α) [[δασύς]]<br />([[προσωνυμία]] του Διονύσου) αυτός που δασύνει, που κάνει να φουντώνουν τα αμπέλια. | ||
}} | }} |
Revision as of 17:25, 1 October 2022
English (LSJ)
ον, epithet of Bacchus, Paus.1.43.5 (παρὰ τὸ δασύνειν τὰς ἀμπέλους, acc. to EM248.54).
Spanish (DGE)
(Δᾰσύλλιος) -ου, ὁ
Dasilio
1 epít. de Dioniso en Mégara, Paus.1.43.5, EM 248.54G.
2 hijo de Ténaro de Amiclas, muerto por Morreo, Nonn.D.30.188.
Greek (Liddell-Scott)
Δασύλλιος: -ον, ἐπίθ. τοῦ Βάκχου, Παυσ. 1. 43, 5· παρὰ τὸ δασύνειν τὰς ἀμπέλους, κατὰ τὸ Ἐτυμ. Μ. 248. 54.
Greek Monolingual
Δασσύλιος, ο (Α) δασύς
(προσωνυμία του Διονύσου) αυτός που δασύνει, που κάνει να φουντώνουν τα αμπέλια.