αἰείμνηστος: Difference between revisions

From LSJ

ἐνίοτε οἱ οἰκέται εἰς τὴν θάλασσαν ἐλαύνουσιν αὐτούς → sometimes the slaves ride them into the sea

Source
(1)
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 1: Line 1:
{{bailly
|btext=<i>c.</i> [[ἀείμνηστος]].
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''αἰείμνηστος''': -ον, = [[ἀείμνηστος]], Αἰσχύλ. Πέρσ. 760· ἀλλ’ ἐν ταῖς νεωτ. ἐκδ. γράφεται [[ἀείμνηστος]], [[ἔργον]]... μέγιστον, ἀείμνηστον.
|lstext='''αἰείμνηστος''': -ον, = [[ἀείμνηστος]], Αἰσχύλ. Πέρσ. 760· ἀλλ’ ἐν ταῖς νεωτ. ἐκδ. γράφεται [[ἀείμνηστος]], [[ἔργον]]... μέγιστον, ἀείμνηστον.
}}
{{bailly
|btext=<i>c.</i> [[ἀείμνηστος]].
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''αἰείμνηστος:''' Aesch. = [[ἀείμνηστος]].
|elrutext='''αἰείμνηστος:''' Aesch. = [[ἀείμνηστος]].
}}
}}

Revision as of 18:20, 1 October 2022

French (Bailly abrégé)

c. ἀείμνηστος.

Greek (Liddell-Scott)

αἰείμνηστος: -ον, = ἀείμνηστος, Αἰσχύλ. Πέρσ. 760· ἀλλ’ ἐν ταῖς νεωτ. ἐκδ. γράφεται ἀείμνηστος, ἔργον... μέγιστον, ἀείμνηστον.

Russian (Dvoretsky)

αἰείμνηστος: Aesch. = ἀείμνηστος.